ὅπως ἄν μάθω τά δικαιώματά σου.»
Ψαλμ. 118 : 71
«Κατοικία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ὑπομονή, ἐπειδή μέσα σ᾿ αὐτήν ζεῖ ἐξασφαλισμένη, καί τροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ταπείνωση, ἐπειδή μ᾿ αὐτήν τρέφεται», λέει ὁ ὅσιος Ἠλίας ὁ Ἔκδικος1. Ὅταν ἀκριβῶς τρέφεται ἡ ψυχή μέ τήν ἁγία τροφή τῆς ταπεινώσεως, μπορεῖ νά παραμένει στήν ἁγία κατοικία τῆς ὑπομονῆς. Ὅταν ἡ τροφή αὐτή εἶναι ἀνεπαρκής, τότε ἡ ψυχή βγαίνει ἀπό τό σπίτι τῆς ὑπομονῆς. Καί τότε σάν ἀνεμοστρόβιλος ἡ ταραχή τήν ἁρπάζει, τήν παρασύρει καί τή ζαλίζει. Μέσα της ξεσηκώνονται σάν κύματα διάφοροι ἐμπαθεῖς λογισμοί καί ἐμπαθή αἰσθήματα, πνίγοντάς την στά βάθη σκοτεινῶν καί ἁμαρτωλῶν φαντασιῶν, λόγων καί πράξεων. Ἔτσι ἡ ψυχή καταντᾶ σέ κατάσταση ἀδυναμίας, σκοτισμοῦ καί ἀκηδίας, πέφτοντας συχνά στό βάραθρο τῆς θανάσιμης ἀπελπισίας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς διαλύσεως.
Θέλεις νά παραμείνεις μέσα στήν ἁγία κατοικία τῆς ὑπομονῆς καί νά μή βγαίνεις ἀπ᾿ αὐτήν;
Τότε πρέπει νά προμηθευτεῖς τήν ἀπαραίτητη τροφή. Ἀπόκτησε καί πολλαπλασίασε μέσα σου ταπεινές σκέψεις καί ταπεινά αἰσθήματα. Τή μορφή τῆς ταπεινώσεως πού μᾶς προετοιμάζει γιά νά κάνουμε ὑπομονή στίς θλίψεις, προτοῦ αὐτές ἔρθουν, ἀλλά καί πού μᾶς κάνει ἱκανούς νά σηκώσουμε μέ ἀμείωτη ὑπομονή τίς θλίψεις, ὅταν αὐτές ἔρθουν, οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ὀνομάζουν αὐτομεμψία.
Αὐτομεμψία εἶναι ἡ ἐνοχοποίηση καί κατάκριση τοῦ ἑαυτοῦ μας γιά τήν ἁμαρτωλότητά του, μιά κατάσταση κοινή σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γιά τήν οἰκείωση τῆς αὐτομεμψίας ὠφέλιμο εἶναι νά θυμόμαστε καί νά ἀναλογιζόμαστε ἕνα-ἕνα τά ἁμαρτήματά μας, ἐκτός ἀπό τά σαρκικά, πού τή λεπτομερή ἐπαναφορά τους στή μνήμη μας πρέπει νά τήν ἀποφεύγουμε, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες2, ὡς ἐπιζήμια, ἐπειδή αὐτή μπορεῖ νά ξαναφουντώσει μέσα μας τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτωλῆς ἡδονῆς.
«ἀπό δέ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ
ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται,
καί βιασταί ἁρπαζουσιν αὐτήν»
Ματθ. ια΄: 12.
Ἡ αὐτομεμψία εἶναι μοναχική ἐργασία, ἐργασία νοερή, πού ἐναντιώνεται καί ἀντιδρᾶ στή νοσηρή τάση τῆς πεσμένης φύσεως τῶν ἀνθρώπων –ὅλων, ἀκόμα κι ἐκείνων πού κατάφωρα ἁμαρτάνουν– νά παρουσιάζονται σάν δίκαιοι καί μέ κάθε ἀπατηλό τρόπο νά ὑπερασπίζουν τήν ἀθωότητά τους. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι ἄσκηση βίας στή φύση μας, ὅπως καί ἡ προσευχή καί οἱ ἄλλες μοναχικές ἀσκήσεις· γιατί «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τή βία κερδίζεται, καί τήν κατακτοῦν αὐτοί πού ἀσκοῦν βία στόν ἑαυτό τους»3.
Στήν αρχή......ἡ αὐτομεμψία εἶναι μηχανική, γίνεται δηλαδή μέ τή γλώσσα ἤ μέ τόν νοῦ, χωρίς ἀντίστοιχη συναίσθηση τῆς καρδιᾶς ἤ καί ἀντίθετα σ᾿ αὐτήν. Σιγά-σιγά, ὅμως, ἡ καρδιά ἀρχίζει νά συναισθάνεται τά λόγια ἤ τούς λογισμούς τῆς αὐτομεμψίας. Καί τελικά ἡ αὐτομεμψία θά φτάσει νά ξεχύνεται αὐθόρμητα ἀπό τήν ψυχή μαζί μέ τό πένθος. Ὅταν γίνει αὐτό, ὁ ἀγωνιστής θεωρεῖ ἀσήμαντα ἤ δέν βλέπει καθόλου τά ἐλαττώματα καί τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων· εἶναι εἰρηνικός μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί σέ ὅλες τίς συνθῆκες· συγκεντρώνει τούς λογισμούς του, πού ὥς τότε ἦταν σκορπισμένοι ἐδῶ κι ἐκεῖ, στό ἔργο τῆς μετάνοιας· ἀποκτᾶ προσεκτική καί κατανυκτική προσευχή· γεμίζει ἀπό πνευματικό θάρρος καί ὁπλίζεται μέ τήν ἀκαταμάχητη δύναμη τῆς ὑπομονῆς.
Ταπεινές σκέψεις αὐτομεμψίας βρίσκονται ἄφθονες σ᾿ ὅλα τά προσευχητάρια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Οἱ μοναχοί, πάντως, καθημερινά ἀσκοῦνται στήν αὐτομεμψία. Μέσω αὐτῆς ἀγωνίζονται νά συνειδητοποιήσουν τήν ἁμαρτωλότητά τους, μολονότι ἡ φθαρμένη ἀνθρώπινη φύση δέν θέλει νά παραδεχθεῖ καί νά οἰκειωθεῖ αὐτή τήν ἀλήθεια. Γιά ὅλους τούς μοναχούς εἶναι ὠφέλιμη ἡ αὐτομεμψία, τόσο γιά τούς ἀρχάριους ὅσο καί γιά τούς προχωρημένους, τόσο γιά τούς κοινοβιάτες ὅσο καί γιά τούς ἡσυχαστές. Γιά τούς τελευταίους, τό πιό ἐπικίνδυνο πάθος, τό πάθος πού μπορεῖ νά καταστρέψει ὅλη τήν πνευματική τους ἐργασία, εἶναι ἡ ὑψηλοφροσύνη4. Ἔτσι, ἀπεναντίας, ἡ πιό βασική ἀρετή πάνω στήν ὁποία θεμελιώνονται καί στηρίζονται ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές τους, εἶναι ἡ αὐτομεμψία. Γι᾿ αὐτό ἐκεῖνος ὁ ἡσυχαστής ἀββάς τοῦ ὄρους τῆς Νιτρίας εἶπε ὅτι παντοτινό μέλημά του ἦταν νά κατηγορεῖ καί νά κατακρίνει τόν ἑαυτό του5.
«ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ
ὀφθαλμοῦ σου, καί τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν
τό κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου.»
Ματθ. Ζ΄: 5.
Ἡ αὐτομεμψία, στήν πληρότητα καί τήν καθαρότητά της, ξεριζώνει ὁλοκληρωτικά ἀπό τήν καρδιά τήν κακία, τήν κατάκριση καί τήν ὑποκρισία. Αὐτές δἐν παύουν νά ζοῦν στήν καρδιά, ὅσο βρίσκει τόπο μέσα της ἡ αὐτοδικαίωση. Ὁ ὅσιος Ποιμήν ὁ Μέγας λέει πώς ἡ ἀποφυγή τῆς κακολογίας εἶναι δυνατή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος σέ κάθε περίπτωση θεωρεῖ ἀξιοτίμητο τόν πλησίον καί ἀξιοκατάκριτο τόν ἑαυτό του.6. Καί ὁ Σωτήρας μας ἀποκαλεῖ ὑποκριτή ἐκεῖνον πού κατακρίνει τόν πλησίον7.
Μέ τήν αὐτομεμψία ὁ ἡσυχαστής, βλέποντας τούς ἄλλους σάν ἁγίους καί ἀγγέλους καί τόν ἑαυτό του σάν τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, βυθίζεται στήν ἄβυσσο τῆς διαρκοῦς κατανύξεως.
Ἐξαίρετα παραδείγματα βρίσκουμε στούς θρηνητικούς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα καί στόν 80ό λόγο τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, πού ἀπευθύνεται γενικά στούς ἡσυχαστές, ἔβαλε σ᾿ αὐτόν τόν λόγο τήν ἑξῆς ἐπικεφαλίδα: «Ἡμερήσιο ὑπόμνημα, ἀπόλυτα ἀναγκαῖο καί χρήσιμο γι᾿ αὐτόν πού ἡσυχάζει στό κελλί του καί προσέχει μόνον τόν ἑαυτό του».
hristospanagia.gr
Συνεχίζεται....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου