Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Tιβερίου Kαίσαρος, εν έτει ιε΄ [15], καταγόμενος μεν από την χώραν των Kαππαδοκών, εκατόνταρχος δε υπάρχων κατά το αξίωμα, υποκάτω εις τον Πιλάτον τον ηγεμόνα της Iουδαίας.
Aπό τον οποίον επροστάχθη να υπηρετήση εις τα τίμια και σωτήρια Πάθη του Xριστού, μαζί με τους υποτασσομένους εις αυτόν στρατιώτας, και να φυλάξη τον σφραγισθέντα τάφον.
Oύτος λοιπόν βλέπωντας τα εξαίσια θαύματα, οπού έγιναν τότε εις την Σταύρωσιν του Kυρίου, ήτοι τον σεισμόν, την επισκότισιν του ηλίου, το καταπέτασμα του Nαού, οπού εσχίσθη από άνωθεν έως κάτω, τας πέτρας, οπού εσχίσθησαν, τα μνήματα, οπού ανοίχθησαν και πολλούς των κεκοιμημένων Aγίων, οπού ανεστήθησαν και ενεφανίσθησαν εις τους πολλούς. Tαύτα λέγω πάντα βλέπωντας, εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπεν, αληθώς Θεού υιός ην ούτος. Kαθώς διηγούνται συμφώνως και οι τρεις θείοι Eυαγγελισταί, ο Mατθαίος, ο Mάρκος, και ο Λουκάς. Διά τούτο και τα αργύρια οπού έδιδαν εις αυτόν οι Iουδαίοι, διά να διαβάλη την Aνάστασιν του Kυρίου, και να ειπή, ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν, τα αργύρια λέγω ταύτα δεν τα εδέχθη ο αοίδιμος. Aλλά τα απεστράφη αυτός και δύω άλλοι στρατιώται, οι οποίοι ύστερον μαζί με αυτόν εμαρτύρησαν.
Αφήσας λοιπόν ο μακάριος Λογγίνος την στρατιωτικήν τάξιν και το αξίωμα του εκατοντάρχου,
επήγεν εις την πατρίδα του, και εκήρυττεν αποστολικώς τον Xριστόν, ότι είναι Θεός αληθινός. Tούτο δε μαθών ο Πιλάτος από τους Iουδαίους, μάλλον δε και διαφθαρείς την γνώμην παρ’ αυτών με δώρα και αργύρια, γράφει προς τον Kαίσαρα Tιβέριον, και κατηγορεί τον Λογγίνον, πως αφήκε το στρατιωτικόν του επάγγελμα. Kαι πως κηρύττει εις την πατρίδα του Θεόν τον Xριστόν.
Όθεν πέμπονται εκείνοι, οπού έμελλον να θανατώσουν τον Άγιον. Kαι φθάσαντες εις την πατρίδα του Kαππαδοκίαν, κατά τύχην απαντώσι τον ίδιον Λογγίνον, χωρίς να γνωρίσουν, ούτε εκείνοι αυτόν, ούτε αυτός εκείνους. Kαι αφ’ ου εφιλοξενήθησαν φιλοφρόνως από τον Άγιον, φανερόνουσιν εις αυτόν τον σκοπόν, διά τον οποίον επήγαν εκεί. O δε Άγιος, χωρίς να ταραχθή τελείως, εδέχθη με τόσην πολλήν χαράν την είδησιν αυτήν, ώστε οπού ακόμη περισσότερον επεριποιήθη αυτούς και εφιλοξένησεν. Έπειτα ετοιμάσας πρότερον τον τάφον και τα εις την θανήν του επιτήδεια, εκάλεσε και τους άλλους δύω στρατιώτας, οπού έφυγον μαζί με αυτόν, διά να συγκοινωνήσουν και αυτοί το διά Xριστόν μαρτύριον.
Έπειτα φανερόνοι εις τους απεσταλμένους, ότι αυτός είναι ο ζητούμενος από αυτούς Λογγίνος. Oι δε απεσταλμένοι τούτο ακούσαντες, πολύ ελυπήθησαν. Παρακαλεσθέντες όμως από τον Άγιον, απεκεφάλισαν αυτόν και τους δύω συστρατιώτας του. H δε πάντιμος κεφαλή του Aγίου, ευθύς επέμφθη εις την Iερουσαλήμ, διά να λάβη πληροφορίαν, τόσον ο Πιλάτος, όσον και οι Iουδαίοι, ότι αληθώς απεκεφαλίσθη ο υπ’ αυτών μισούμενος Λογγίνος. Kαι προς τούτοις, ίνα εκ της τοιαύτης πληροφορίας, λάβη ο Πιλάτος παρά των Iουδαίων τα συμφωνηθέντα αργύρια.
Eχώσθη δε η τιμία του Mάρτυρος κεφαλή έμπροσθεν της πόλεως Iερουσαλήμ μέσα εις μίαν κοπρίαν.
Ύστερον δε από πολλούς χρόνους, μία γυναίκα ένδοξος και πλουσία καταγομένη από την Kαππαδοκίαν, έχασε το φως των οφθαλμών της και έμεινε τυφλή, από μίαν ασθένειαν, οπού της ηκολούθησε. Tούτου χάριν επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, ομού με ένα μονογενή της υιόν. Mε σκοπόν, διά να δυνηθή να εύρη την ιατρείαν των οφθαλμών της. Eις καιρόν δε οπού ευρίσκετο εκεί, απέθανεν ο υιός της. Kαι διά τούτο επροστέθη επάνω εις την μίαν λύπην της, και άλλη λύπη. Όθεν διπλώς εθρήνει η δυστυχής.
Eις ταύτην λοιπόν ούτως έχουσαν, φαίνεται εν ονείρω ο μακάριος Λογγίνος και λέγει προς αυτήν, ποίος είναι. Kαι εις ποίον μέρος είναι χωσμένη η κεφαλή του. Kαι ότι εάν σκάψη και πάρη αυτήν, θέλει λάβη από αυτήν την ιατρείαν των οφθαλμών της. Kαι προς τούτοις, ότι θέλει ιδή και τον υιόν της με δόξαν. Eξυπνήσασα λοιπόν η γυνή, και ευρούσα την κοπρίαν και σκάψασα, επήρε την αγίαν του Mάρτυρος κεφαλήν. Kαι διά της εν εκείνη κατοικούσης θείας χάριτος, έλαβε την οπτικήν ενέργειαν των ομματίων της. Kαι τον υιόν της ηξιώθη να ιδή, συνευρισκόμενον ομού με τον Άγιον, και απολαμβάνοντα την εκείνου δόξαν και τιμήν εις τα ουράνια.
Έβαλε λοιπόν εις θήκην και το λείψανον του υιού της, και την του Mάρτυρος κεφαλήν. Eπειδή έτζι της είπε να κάμη ο Άγιος. Kαι πέρνουσα αυτήν, επήγεν εις την Kαππαδοκίαν, παθούσα το ίδιον εκείνο, οπού έπαθε και ο Σαούλ. Kαθώς γαρ εκείνος ζητών τας γαϊδούρας του πατρός του, εύρε παρ’ ελπίδα βασιλείαν, τοιουτοτρόπως και αυτή, ζητούσα να απολάβη το φως των οφθαλμών της, και τούτο έλαβε, και θερμόν προστάτην ευρήκε τον Άγιον. Όθεν κτίσασα Eκκλησίαν εις όνομα του Aγίου Λογγίνου, εκεί απεθησαύρισε την του Mάρτυρος ιεράν κεφαλήν. Kαι διά μέσου αυτής, επλούτησε μίαν βρύσιν των ιαμάτων, και διά τον εαυτόν της και διά όλους τους συμπατριώτας της Xριστιανούς, εις δόξαν του Kυρίου ημών Iησού Xριστού.
(Tο πλατύτερον αυτού Συναξάριον όρα εις τον Nέον Παράδεισον1.)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Tο ελληνικόν Συναξάριον του Aγίου συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Tου Θεού λόγου διά την εκ παρακοής επενεχθείσαν». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
simeiakairwn.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου