Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη
Εορτάζει στις 17 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
Eις την Σοφίαν.
Eυφραίνεται νυν ως Δαβίδ ψάλλων λέγει,
Mήτηρ κατ’ ευχάς η Σοφία εν τέκνοις.
Eις την Πίστιν, Eλπίδα και Aγάπην.
Τη προς σε πίστει Πίστις, Ἐλπίς, Ἀγάπη,
Αι τρεις, Τριάς, κλίνουσιν αυχένας ξίφει.
Εβδομάτῃ δεκάτῃ Αγάπην τάμον, Ελπίδα, Πίστιν.
Βιογραφία Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Οι τρεις θυγατέρες της Αγίας Σοφίας, πήραν τα ονόματα τους από το χωρίο της Καινής Διαθήκης: «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.» ( Α’ Κορινθίους. 13:13).
Η Αγία Σοφία, τίμια και θεοσεβής γυναίκα, γρήγορα χήρεψε και με τις τρεις κόρες της ήλθε στη Ρώμη. Εκεί καταγγέλθηκαν ως φημισμένες χριστιανές. Τότε ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν.
Μαρτύριο της δωδεκάχρονης Αγίας Πίστεως
Αφού ο δικαστής έμαθε την ηλικία και τα ονόματα των τριών θυγατέρων της Σοφίας, πρόσταξε και οδήγησαν ενώπιόν του την πρώτη κόρη, τη δωδεκάχρονη Πίστη στην οποία είπε: «Θυσίασε, νεαρή μου, στη θεά Άρτεμη· αυτό που σε προστάζουμε να πράξεις δεν είναι κάτι το νέο, αλλά εκείνο ακριβώς που γίνεται από εμάς ήδη από πολλά χρόνια».
Η προσταγή όμως του δικαστή έπεσε στο κενό και πήρε την απάντηση που έπρεπε και είπε στον δικαστή τα εξής: «Ω της ανήκουστης πώρωσής σας, που φτάνει ως τα κατάβαθα της ψυχής σας· εσείς, όντας πανάθλιοι τυφλοί, θέλετε να είσθε οδηγοί και σε άλλους και έτσι τους αναγκάζετε να προχωρήσουν και εκείνοι στην οδό της καταστροφής που κι εσείς βαδίζετε. Ποιός όμως συνετός άνθρωπος θα ήταν δυνατόν ποτέ να αρνηθεί τον αληθινό Θεό, του Οποίου έργα των χειρών είναι ο ουρανός και η γη και όλα όσα υπάρχουν και να προσέλθει σε έργα κατασκευασμένα από ανθρώπινα χέρια, θεωρώντας τα θεούς; Πώς είναι δυνατόν ένας νουνεχής άνθρωπος να προσφέρει λατρεία σε θεούς που δεν έχουν νου και αισθήσεις, σε ανύπαρκτους δηλαδή θεούς; Αυτό θα ήταν φοβερός παραλογισμός, όντως φοβερός· και φοβερή παραφροσύνη και των προσταζόντων και των πειθομένων. Πράξε λοιπόν αυτό που θέλεις, και παράδωσέ με σε οποιαδήποτε βασανιστήρια θέλεις. Διότι πραγματικά είναι καλύτερο να πάθουμε πριν τα πάντα, όσο έχουμε το λογικό μας, παρά να πεισθούμε να κάνουμε εκείνο που θέλεις εσύ».
Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ό δικαστής, έγινε έξαλλος από την οργή του και, επειδή δεν μπορούσε να πείσει την Αγία, προχώρησε στην επιβολή βασανιστηρίων. Πρόσταξε λοιπόν να της βγάλουν την εσθήτα και, αφού της δέσουν τα χέρια πισθάγκωνα, να αρχίσουν να τη δέρνουν ανελέητα με βαρύτατες ράβδους.
Αμέσως δε οι δήμιοι εκτέλεσαν την προσταγή του δικαστή. Ο πειραματισμ0ς του όμως, το βασανιστήριο δηλαδή, έδειχνε ακόμη περισσότερο τη στερεότητα του φρονήματος της Μάρτυρος· και η αθλήτρια αυτή του Χριστού φαινόταν όχι ως ραβδιζόμενη, αλλά ραινόμενη μάλλον από τριαντάφυλλα, στο δε σώμα της δεν διακρινόταν κανένας μώλωπας. Ο δικαστής όμως, αντί να συνετιστεί από τα θαυμάσια αυτά, ερεθίστηκε ακόμη περισσότερο και προχώρησε σε ωμότερες πράξεις. Συγκεκριμένα, πρόσταξε και έκοψαν και τους δύο μαστούς της Μάρτυρος. Και τότε συνέβη ένα γεγονός υπερθαύμαστο και πρωτοφανές: από τις τομές, αντί να τρέχει αίμα, έτρεχε γάλα άφθονο, σαν από βρύση. Πλην όμως ο δικαστής εξοργίστηκε πολύ περισσότερο από το υπερθαύμαστο αυτό γεγονός και έγινε έξω φρένων. Έτσι, πρόσταξε τους δημίους και ξάπλωσαν τη Μάρτυρα πάνω σε μια πυρακτωμένη σχάρα. Αλλά, όπως εκείνος, όντας κακός και πανούργος, εύκολα επινοούσε βασανιστήρια, έτσι και ο πανάγαθος Θεός δεν σταματούσε, μέσα από τα βασανιστήρια αυτά, να δοξάζει την Αγία. Πράγμα το οποίο έγινε και στην περίπτωση αυτή: το πυρ της σχάρας απέβαλε την καυστική του ιδιότητα, και έτσι η Μάρτυς διατηρήθηκε απόλυτα αβλαβής.
Παρά ταύτα ο ανόσιος εκείνος δικαστής δεν σταμάτησε τα βασανιστήρια. Έτσι λοιπόν, με προσταγή του, οι δήμιοι σήκωσαν τη Μάρτυρα από τη σχάρα και την έριξαν σε ένα τηγάνι πυρακτωμένο, μέσα στο οποίο κόλλαγε πίσσα και άσφαλτος. Η Μάρτυς δε, με το πρόσωπο γαλήνιο και ατάραχο, στάθηκε στο μέσο αυτού του κολαστηρίου οργάνου και καλούσε την άνωθεν βοήθεια, η οποία και έφτασε πάραυτα. Έτσι λοιπόν το πυρ και η αφάνταστα υψηλή θερμότητα μεταβλήθηκε σε δροσιά. Τοιουτοτρόπως νόμιζε κανείς πως η Αγία αναπαυόταν σε ολόδροσο λειμώνα ή σε κάποια χλόη απαλή.
Έτσι λοιπόν όλα τα βασανιστήρια στα οποία υποβαλλόταν η Μάρτυς δεν της προκαλούσαν ούτε την παραμικρή βλάβη, και εκείνοι που έβλεπαν το γεγονός αυτό εκδήλωναν τον θαυμασμό τους. Για τον λόγο αυτό ο δικαστής, ο γνήσιος αυτός υπηρέτης του πονηρού, δεν είχε τίποτε άλλο να πράξει και αποφάσισε τον διά ξίφους θάνατο της Μάρτυρος.
Η εξαγγελία της αποφάσεως αυτής χαροποίησε πάρα πολύ τη Μάρτυρα, και η ανεκλάλητη αυτή χαρά διακρινόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό της. Αμέσως δε η Αγία παρακάλεσε την μητέρα της να προσεύχεται γι’ αυτήν, και εν συνεχεία συμβούλεψε τις αδελφές της να μην παραμελήσουν ούτε το παραμικρό τη φροντίδα τους για το βραβείο της άνω κλήσεως, λέγοντάς τους: