
Πριν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία Ψυχή. Μία Αγία Ψυχή. Θα πούμε ένα όνομα για να κρατήσουμε πάλι το προσωπικό δεδομένο. Την λένε Φωτεινιώ…
Ή εγώ την λέω Φωτεινιώ. Η κυρά Φωτεινιώ ήρθε με οικογένεια στο σπίτι της μητέρας μου, εκεί που φιλοξενούμουνα τότε γιατί δεν είχα σπίτι και είχανε τακτοποιήσει τότε το χώρο, -καλοσύνη της η μητέρα μου-, είχε κάνει ένα μικρό Αρχονταρίκι με τα Εικονίσματά μας, με το Καντήλι, με τα κεράκια μας, με τα Άγια Λείψανα και είχαμε ένα μικρό καναπέ που με χωρούσε εμένα.
Τον ανοίγαμε και κοιμόμουνα το βράδυ και το πρωί τον μαζεύαμε και στολιζόταν και ήτανε σαν μικρό Αρχονταρίκι, που μπορούσα εγώ να ακούσω κάποιον λογισμό ή κάποιος να με συμβουλευτεί ή να ακούσει μια γνώμη, κάπως κατ’ ιδίαν.
Ήρθαν λοιπόν ένα απόγευμα αυτό το ζευγάρι, τέσσερα άτομα και έφεραν μαζί τους την κυρά Φωτεινιώ. Θα ‘ταν εξηντατριό, εξήντα τεσσάρων χρονών. Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό Πρόσωπο. Και μου λέει: “Πάτερ μου, έμαθα ότι είστε από το Σινά. Και μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και ήρθα να ρωτήσω Εσάς γιατί φοβούμαι ότι δεν μπορώ να τα πω στον καθένα αυτά που μου συμβαίνουν». Λέω: “Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περάστε».
Καθίσαμε λοιπόν στο μικρό Αρχονταρίκι και άρχισε να μου διηγείται...