Στο σπίτι μας παραπάνω – διηγήθηκε ο όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης – καθόταν ένας καλόγηρος και, κρίσις Θεού, ήτανε δαιμονισμένος.
Οι γέροι δεν μπορούσαν να έρχονται κάτω στο σπίτι μας, να μεταλάβουν, και πήγαινα εγώ στο σπίτι τους απάνω, που είναι ο πατερ-Γεδεών εκεί απάνω, και τους μετελάμβανα. Πήγαινα στο Ιερό, έβγαζα το Αρτοφόριο, ερχόντουσαν οι γέροι στην Ωραία Πύλη εκεί και τους μετελάμβανα. Αυτός μου ‘λεγε: «Ο διάβολος εκεί κάθεται στην άκρη, στη Λιτή». Του λέω: «Τον βλέπεις;» «Τον βλέπω», λέει. Και ο ίδιος έλεγε ότι: «Όταν λέω την ευχή ταράττεται ο διάβολος, όταν λέω δεύτερη φορά αφρίζει· την τρίτη ευχή άφαντος γίνεται!» Να η δύναμις της ευχής. Αυτό που λένε τα βιβλία μας ότι:
– Παιδί μου, λέει ο Γέροντας, πες την ευχή.
– Μα λέω και δεν καταλαμβάνω τίποτες.
– Δεν καταλαμβάνεις, λέει, εσύ, αλλά ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
Να, σ’ αυτόν τον καλόγηρο.
* * *
Ένας Γέροντας λέει τον υποτακτικό:
– Λέγε την ευχή.
– Λέω την ευχή, δεν καταλαμβάνω τίποτε.
– Ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
– Ε, και πού θα καταλάβω εγώ;
– Ε, καλά, παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα;