Ὁ Σοφοκλής στήν Ἀντιγόνη τονίζει πώς ὑπάρχουν πολλά παράξενα πράγματα στόν κόσμο, τό πιό ὅμως παράξενο ἀπό ὅλα εἶναι ἄνθρωπος. Σ’αὐτό τό σημεῖο, τόσο ἡ Βίβλος, ὅσο καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, συμφωνοῦν μέ τόν τραγικό ποιητή τῆς ἀρχαιότητας. Τό πρῶτο λοιπόν πράγμα πού μπορεῖ νά πεῖ κανείς γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ μυστήριο καί γι’αὐτόν τόν ἴδιο.
Ποιός εἶμαι; Τί εἶμαι; Ἐρωτήσεις γιά τίς ὁποῖες ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι καθόλου εὐκολη. Σ’αὐτή τή συνάφεια πολλοί ἀπό τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρουν τό ρητό πού ἀναγράφονταν στόν ναό τῶν Δελφῶν : «Γνῶθι σ’αὐτόν». Γρήγορα ὅμως ὑπῆρξε ἡ διαπίστωση πώς αὐτό δέν εἶναι καί πολύ εὔκολο. Γιατί τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ μέ κάποιες λέξεις. Παρόλη τή δυσκολία αὐτή προσπάθησαν οἱ πατέρες νά μᾶς δώσουν ὁρισμένες πληροφορίες γιά τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου γιά τή χριστιανική θεολογία; Ἔνα κείμενο τῆς ἰουδαϊκῆς λογοτεχνίας περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου: «Ὁ καθένας πρέπει νά ἔχει δύο τσέπες, κατά τέτοιο τρόπο ὥστε νά μπορεῖ ταυτόχρονα νά ψάχνει καί στή μία καί στήν ἄλλη, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του. Στήν δεξιά τσέπη βρίσκονται οἱ ἑξῆς φράσεις: ὅλος ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά μένα καί στήν ἄλλη τά παρακάτω λόγια, δέν εἶμαι παρά σποδός καί στάχτη».
Αὐτό τό τελευταῖο εἶναι ἐμφανές γύρω μας. Μέ μία πρώτη παρατήρηση μπορεῖ κανεῖς νά διαπιστώσει ποιά εἶναι ἀνά τούς αἰώνες ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἐμφανίζεται ἀδύναμος νά ἀντιμετωπίσει ἀκόμη καί σήμερα δυσκολίες πού σχετίζονται μέ τή φύση πού τόν περιβάλλει (πρβλ. Τσουνάμι). Ἐξάλλου οἱ διάφορες ἀρρώστιες πού ταλαιπωροῦν τόν ἄνθρωπο καί ἀσφαλῶς τό καθολικό γεγονός τοῦ θανάτου πού συντρίβει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη φθάνουν γιά νά πεισθεῖ καί ὁ πιό δύσπιστος γιά τήν ἀλήθεια τοῦ παραπάνω ρητοῦ.
Καί ὅμως ὁ ἅνθρωπος σύμφωνα μέ τή χριστιανική πίστη εἶναι ἕνα δημιούργημα πού ἡ ἀξία του ὑπερβαίνει καί ἀνατρέπει τήν παραπάνω διαπίστωση. Ποτέ δηλαδή δέν πρέπει νά λησμονεῖται ἡ ἄλλη ἀλήθεια τό ὅτι δηλαδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας (ὅλος ὁ κόσμος γιά μένα δημιουργήθηκε). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας καί ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ σύμπαντος. Εἶναι ὁ μικρόκοσμος, ὁ ἱερέας καί ὁ βασιλιάς τοῦ κόσμου. Αὐτό εἶναι τό παράδοξο τῆς σύστασης τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνα παράξενο μείγμα μεγαλείου καί τραγικότητας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλος μέσα στή σμικρότητα του, ἐπισημαίνει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Πού ἐστιάζεται λοιπόν τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου; Τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου σχετίζεται ἀκριβῶς μέ τόν τρόπο τῆς δημιουργίας του ἀπό τό τριαδικό Θεό, τή δημιουργία του δηλαδή ὡς κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Ἀξίζει στό σημεῖο αὐτό νά παρατεθεῖ τό σχετικό παραβολικό κείμενο ἀπό τό Βιβλίο τῆς Γένεσης τῆς Π.Δ. Ἀφοῦ ὁ Θεός τελείωσε σέ πέντε δημιουργικές περιόδους τόν κόσμο μέ τό ἁπλό γεννηθήτω, στό τέλος προχώρησε στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ ἰδιαίτερη φροντίδα: «Καί εἶπεν ὁ
Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ὁμοίωσιν, καί ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς… καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί ηὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς…καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν. Καί ἐγένετο ἐσπέρα καί ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη… καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν… καί ἔλαβεν Κύριος τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασεν, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν (Βλ. Γεν. Κεφ. 1 καί 2)». Μέ βάση τό κείμενο αὐτό ἡ πατερική θεολογία ἀναπτύσσει τή χριστιανική ἀνθρωπολογία τά σχετικά δηλαδή μέ τή δομή, τήν καταγωγή καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἀσφαλῶς τά θέματα πού θίγονται εἶναι πολλά. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζεται ὡς ἑνιαία ψυχοσωματική ὀντότητα, ὡς ἄρσεν καί θῆλυ καί μολονότι τίθεται ὡς κυρίαρχος μέσα στήν κτίση, ὁφείλει νά τήν προστατεύει καί νά τήν φυλάσσει. Θά θέλαμε ἀπόψε νά ἀναπτύξουμε κάποιες ἄλλες πτυχές πού συνθέτουν τήν ἔννοια τοῦ κατ’εἰκόνα. Στήν ἐρώτηση τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε πώς εἶναι δημιούργημα κατ’εἰκόνα Θεοῦ. Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας εἶναι πολυσήμαντη τόσο στήν ἀρχαιοελληνική γραμματεία ὅσο καί στήν ἰουδαϊκή. Στήν χριστιανική της θεώρηση σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα πού ἔχει καταστεῖ πρόσωπο, ὅπως δηλαδή εἶναι τό ἀρχέτυπό του, ὁ ἕνας τριαδικός Θεός, πού ταυτόχρονα γνωρίζεται μέ τά πρόσωπα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’εἰκόνα ἡμετέραν».
Σ’αὐτήν τήν ἔκφραση βλέπουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τήν ἀποκάλυψη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ πληθυντικός «ποιήσωμεν» ἀνάγει σέ μία ἐνδοτριαδική σύσκεψη κατά τήν ὁποία τά τρία θεία πρόσωπα ἀποφασίζουν τή δημιουργία μιᾶς ἄλλης ὕπαρξης, ἔντελῶς διαφορετικῆς ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό καί ὅμως τόσο προικισμένης καί ξεχωριστῆς, ἀφοῦ ὁ Θεός τή δημιουργεῖ μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο σέ σχέση μέ τά ὑπόλοιπα κτίσματα.
Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή λέει πώς ὁ Θεός ἐμφυσᾶ στό πρόσωπο τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου τή δική του πνοή, αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μεταδίδει στό πλάσμα του κάποια ἀπό τά δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό Θεό στά μύχια τῆς ὕπαρξῆς του. Ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού τόν καθιστᾶ αὐτό πού εἶναι. Ὅταν δηλαδή κάνουμε λόγο γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόματα εἶναι σά νά κάνουμε λόγο γιά τό Θεό. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό γνῶθι σαυτόν τότε γνωρίζει καί τό Θεό, γιατί εἶναι ἡ ὁρατή ἔκφραση τῆς αὐτοαποκάλυψης τοῦ ἄπειρου Θεοῦ. Ὁ Θεός μέ τήν πράξη τῆς κατ’εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀποτύπωσε στήν ἀνθρώπινη φύση τή δυνατότητα νά καταστεῖ ἀπό τή σύσταση της μία προσωπική ὕπαρξη, ὅπως εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ἔννοια δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου ἐμπερικλείει τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πρόσωπο καί πρόσωπο σημαίνει σχέση καί κοινωνία. Ἀπο τήν πρώτη στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος τοποθετήθηκε στόν παράδεισο λειτούργησε ὡς πρόσωπο ἐπικοινωνώντας ἄμεσα μέ τόν Δημιουργό Τριαδικό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή καταφάσκει στό εἶναι του, ὅταν διατηρεῖ αὐτή τήν κοινωνία. Ἡ ἀπόρριψη αὐτῆς της κοινωνίας σημαίνει καί τήν αὐτοαναίρεσή του. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή χωρίς τό Θεό δέν εἶναι πλέον ἄνθρωπος, ἀλλά κατώτερος τῆς σύστασής του καί τῆς κλήσης του.
Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο διαφοροποιεῖται τό πρόσωπο ἀπό τό ἄτομο. Ἄτομο σημαίνει τήν ἀυτοαπομόνωση, τόν αὐτοαποκλεισμό καί τήν ἀρνηση τῆς κοινωνίας. Ὅταν λειτουργοῦσε ὡς πρόσωπο ὁ ἄνθρωπος παρέμενε στή ζωή, σέ κοινωνία δηλαδή μέ τό Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Αὐτό σημαίνει παράδεισος, τή σχέση δηλαδή μέ τό Δημιουργό καί τήν κοινωνία μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς. Ἡ στροφή τοῦ πρωτόπλαστου στόν ἑαυτό του, μέ τήν ταυτόχρονη διακοπή τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό, σήμανε καί τήν ἔξοδο ἀπό τήν παραδείσια κατάσταση, τήν ἐμφάνιση δηλαδή τῆς κόλασης. Ἐξάλλου οἱ ἀσκητές πατέρες περιγράφουν τήν κόλαση καί τόν παράδεισο μέ τόν παρακάτω τρόπο: Ζητήσανε κάποτε ἀπό τόν ἀββά Μακάριο τόν Αἰγύπτιο (4ος αἰ.) νά περιγράψει τήν κόλαση καί τόν παράδεισο. Ὁ ἀββᾶς κλείστηκε στό κελλί του καί ζωγράφισε δύο πίνακες. Στόν ἕνα ὑπῆρχαν δύο νεκροκεφαλές πού ἡ μία κοίταζε τό πρόσωπο τῆς ἄλλης καί ἔδειχναν χαρούμενες. Αὐτός ὁ πίνακας ἀπηχοῦσε τόν παράδεισο. Στόν ἄλλο πίνακα ὑπῆρχαν καί πάλι δύο νεκροκεφαλές πού ἦταν πλάτη μέ πλάτη, χωρίς δηλαδή ἡ μία νά κοιτάζει πρός τήν ἄλλη. Καί ἀσφαλῶς ἡ ἐκφραση τους μαρτυροῦσε πικρία καί ὀδύνη. Γιά τόν ἁγ. Μακάριο αὐτό ἦταν ἡ κόλαση. Ἐξάλλου ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ποτέ δέν τόλμησε νά παρουσιάσει μέ ἄλλο τρόπο αὐτές τίς καταστάσεις.
Τό πρόσωπο δηλαδή δέν ὁρίζεται ἀπό μόνο του, ἀλλά πάντα μέ τήν ἀναφορά του σέ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Τό κατ’εἰκόνα δηλαδή στόν ἄνθρωπο ἀπηχεῖ τήν ζωή τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ καί τίς σχέσεις τῶν τριῶν θείων προσώπων. Εἶναι αὐτές πού φωτίζουν τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἀλλά τριαδικός. Ἡ τριάδα τῶν προσώπων δέν ἀναιρεῖ τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἀλλά ὄχι μονάδα προσώπων, ὅπως στόν ἰουδαϊσμό καί στό ἰσλάμ. Εἶναι κοινωνία προσώπων καί σχέσεις. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἁπλά προσωπικός ἀλλά διαπροσωπικός. Ἡ θεότητα δέν περιορίζεται σέ ἕνα ἀπρόσωπο ἤ προσωπικό ὄν, πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἔστω καί ἄν αὐτό ταυτίζεται μέ τό ἀγαθό. Ὁ προαιώνιος Θεός γνωρίζεται ὡς Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα, τριάδα προσώπων πού τό ἕνα δέν νοεῖται χωρίς τό ἄλλο, τά ὁποία ἀλληλοπεριχωρούνται σέ μία κοινωνία ἀτελεύτητης ἀγάπης. Τά ἐσωτερικά χαρακτηριστικά τῆς ἐνδοτριαδικῆς θείας ζωῆς εἶναι ἡ ἑνότητα, γιατί Θεός ὁ Πατήρ, Θεός ὁ Υἱός, Θεός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά καί ἡ ταυτόχρονη διάκριση τῶν προσώπων, χωρίς ὡστόσο αὐτό νά συνεπάγεται διαίρεση, γιατί ἄλλος ὁ Πατήρ, ἄλλος ὁ Υἱός καί ἄλλο τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ὁ ἄνθρωπος ὄντας δημιούργημα κατ’εἰκόνα Θεοῦ σημαίνει πώς ὅ,τι ἔχει λεχθεῖ γιά τό Θεό ἰσχύει καί γιά τόν ἴδιο. Ἡ ἀνθρώπινη ζωή σημαίνει ἀμοιβαιότητα, σημαίνει ἑνότητα, γιατί κοινή ἡ τῶν ἀνθρώπων φύση, σημαίνει ξεχωριστά ἰσότιμα πρόσωπα. Κανένας δέν εἶναι πραγματικά ἄνθρωπος ἄν δέν ὁρίζεται σέ σχέση μέ τούς ἄλλους συνανθρώπους. Ὁ αὐθεντικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐγωκεντρικός ἀλλά ἐξωκεντρικός. Γινόμαστε πρόσωπα, καταφάσκουμε δηλαδή στό εἶναι μας στό μέτρο πού ἀναγνωρίζουμε καί στούς συνανθρώπους μας τό γεγονός πώς εἶναι καί αὐτοί πρόσωπα. Ἡ κλήση τοῦ ἀνθρώπου, καί αὐτό λόγω τῆς σύστασής του, εἶναι νά βρίσκεται σέ κοινωνία καί σέ σχέση μέ τούς ἄλλους. Ἐδῶ μποροῦμε νά θυμηθοῦμε το χαρακτηρισμό τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τόν ἄνθρωπο ὡς φύσει κοινωνικό ὄν.
Ὁ ἄνθρωπος οὐσιαστικά ὁρίζεται ἀπό τή σχέση του καί τήν κοινωνία του μέ τόν τριαδικό Θεό, ἀλλά ταυτόχρονα καί ἀπό τίς σχέσεις του μέ τους ἄλλους συνανθρώπους του. Μποροῦμε νά παραστήσουμε αὐτά σχηματικά μέ τό σταυρό. Ἡ ὁριζόντια γραμμή τοῦ σχήματος τοῦ σταυροῦ σημαίνει ἀκριβῶς τήν κοινωνία καί τή σχέση μέ τό Θεό, ἐνῶ ἡ κάθετη τή σχέση μέ τούς ἀνθρώπους. Αὐτά πάνε μαζί· εἶναι ἀδιαχώριστα. Ἤ στέκονται μαζί ἤ πέφτουν μαζί. Ἀξίζει νά ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ
τό παράδειγμα μέ τόν κυκλικό δίσκο πού ἀναφέρει, ἀν δέν μέ άπατᾶ ἡ μνήμη μου,ὁ ἅγ. Μάρκος ὁ ἐρημήτης. Στό κέντρο τοῦ κυκλικοῦ δίσκου βρίσκεται ὁ Θεός, ἐνῶ στήν περιφέρεια οἱ ἄνθρωποι. Ὅσο προσεγγίζουν τό Θεό, κατευθύνονται δηλαδή πρός τό κέντρο τοῦ κυκλικοῦ δίσκου, αὐτόματα ἔρχονται καί μεταξύ τους πιό κοντά ὁ ἔνας στόν ἄλλο. Ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπό τό κέντρο, τόσο ἀπομακρύνονται καί μεταξύ τους. Καί ὅσο ὁ ἕνας πλησιάζει τόν ἄλλο, κατευθύνονται ὅλο καί πιό κοντά πρός τό κέντρο, πρός τό Θεό. Στό σημεῖο αὐτό θά μποροῦσε κανεῖς νά κάνει πολλές προεκτάσεις γιά τήν κοινωνική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν εἶναι τό θέμα μας.
Ἐκτός ἀπό τό στοιχεῖο τῆς κοινωνίας καί τῆς σχέσης, τό ἄλλο χαρακτηριστικό τοῦ προσώπου εἶναι τό στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἐλεύθερος ἐπειδή εἶναι εἰκόνα τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ. Βέβαια εὐθύς ἐξαρχῆς πρέπει νά γίνει αὐτή ἡ διάκριση, μεταξύ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀπόλυτη. Σέ κάθε ὅμως περίπτωση ἡ ἐλευθερία εἶναι συστατικό στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης. «Ἄνελε τό αὐτεξούσιο καί οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος», ἐπισημαίνει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἄν δηλαδή στερήσουμε ἀπό τόν ἄνθρωπο τό στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας, τότε τό κτίσμα πού μένει δέν μπορεῖ νά λέγεται ἄνθρωπος. Ἡ ἐλευθερία εἶναι τό πιό ἐξαίσιο πράγμα πού ὁ Θεός ἔδωσε στό ἄνθρωπο γράφει κάπου ὁ φιλόσοφος Kierkegaard.
Ὁ χριστιανός φιλόσοφος Nikolas Berdiaev, κατανόησε αὐτό τό συστατικό στοιχεῖο τῆς ἀνθρωπινης ὕπαρξης ὅσο κανείς ἄλλος ἀπό τούς διανοούμενους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. «Μέ χαρακτηρίζουν φιλόσοφο τῆς ἐλευθερίας, γράφει στά ἀπομνημονεύματά του. Καί αὐτό εἶναι ἀληθές. Ἀγαπῶ τήν ἐλευθερία πάνω ἀπό τό κάθετι. Εἶμαι τέκνο τῆς ἐλευθερίας, αὐτή μέ γέννησε. Ἡ ἐλευθερία κρύβει τό
μυστήριο τοῦ κόσμου. Ὁ Θεός θέλησε τήν ἐλευθερία καί ἀπό αὐτήν προέκυψε ἡ τραγωδία τοῦ κόσμου. Ἡ ἐλευθερία βρίσκεται στήν ἀρχή καί στό τέλος. Ὁ Θεός δέν παρουσιάζεται παρά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἐλευθερία καί ἐνεργεῖ διαμέσου αὐτῆς… Τό καθετί στή ἀνθρώπινη ζωή πρέπει νά περάσει ἀπό τήν ἐλευθερία, ἀπό τή δοκιμασία τῆς ἐλευθερίας, ἀπό τήν ἀπόρριψη τῶν πειρασμῶν πού προδίδουν τήν ἐλευθερία. Ἴσως ἐδῶ ἐστιάζεται καί ἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος». Βέβαια ὁ Berdiaaev δέ θά παραλείψει νά ἐπισημάνει πώς τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἐπίσης καί ἕνας σταυρός γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἡ ἐλευθερία εἶναι γνώρισμα τοῦ Θεοῦ καί κατα συνέπεια τοῦ ἀνθρώπου, πώς ἐξηγεῖται ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου τή στιγμή πού καμία ἀναγκαιότητα δέν ἐπιβάλλεται στό Θεό; Μόνο ἡ ἀγάπη εἶναι αὐτή πού ἐξηγεῖ τό γιατί τῆς δημιουργίας. Ἡ ἀγάπη εἶναι δομικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ καρπός τῆς ἐνδοτριαδικῆς θείας ἀγάπης. Ὁ μόνος ὁρισμός πού ἔχουμε γιά τό Θεό εἶναι αὐτός τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη «Ὁ Θεός Ἀγάπη ἐστί (1 Ἰω. 4, 8)». Αὐτή ἡ ἐκφραση σημαίνει πώς ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι μόνος ἀλλά τριαδικός. Ἡ ἀγάπη δηλαδή ὑπάρχει ἐκεῖ πού ὑπάρχουν παραπάνω του ἑνός πρόσωπα. Ἄν ὁ Θεός δηλαδή δέν εἶναι τριαδικός, Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα, ἀγαπητικός καί κινητικός, τότε δέν ἐξηγεῖται ἡ πράξη τῆς δημιουργίας. Στή βάση τῆς δημιουργίας βρίσκεται ὁ τριαδικός Θεός πού τό ἐκχύλισμα τῆς ἐσωτερικῆς ἀγάπης τῶν θείων προσώπων εἶναι αὐτό πού ἐξηγεῖ τήν αἰτία τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’εἰκόνα Θεοῦ. Ὁ προσωπικός τριαδικός Θεός ἦθελε νά μοιραστεῖ αὐτή τήν ὑπερβάλλουσα ἀγάπη καί μέ ἄλλες ὑπάρξεις, γι’αὐτό καί προχώρησε στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ἑρμηνεύουν τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας τριάδας τοῦ Roublev σύγχρονοι θεολόγοι. Παρατηρώντας τήν εἰκόνα βλέπουμε πώς ἡ κλίση τῶν τριῶν κεφαλῶν τῶν ἀγγέλων, πού ἀντιπροσωπεύουν τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἡ θέση τῶν χειρῶν καί τῶν ποδιῶν δημιουργοῦν μία κυκλική δομή γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι. Αὐτός ὁ κύκλος ἐκφράζει τήν κίνηση τῆς ἀγάπης πού διαπερνά τά θεία πρόσωπα, τά ὁποία συνδιαλέγονται μεταξύ τους. Ἡ Ἁγία Τριάδα βρίσκεται σέ μία σύσκεψη γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς τό κέντρο τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καί σ’αὐτή τή σὐσκεψη ἀποφασίζεται ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατ’εἰκόνα Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί μόνο άγάπη καί ἀπό ἀπειρη ἀγάπη δημιούργησε τόν ἄνθρωπο. Κατά συνέπεια καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη βρίσκεται στή ρίζα τῆς ὕπαρξής μας, ἐξηγεῖ τό γιατί βρεθήκαμε σ’αὐτόν τόν κόσμο, ἀφοῦ καμία ἀναγκαιότητα δέν ἐπιβάλλεται στό Θεό πού εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος.
Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει ἁπλά νά δοξολογεῖ τό Θεό γιά τό δῶρο τῆς ζωῆς του καί νά γίνεται καί ὁ ἴδιος ὅλος ἀγάπη γιά τήν κτίση ὁλάκερη εὐχαριστώντας τό Θεό. Γι’αὐτό καί ὁ ἄλλος ὁ ξένος δέν εἶναι ἡ κολασή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ Σάρτρ, ἀλλά ἡ σωτηρία μας καί ἡ χαρά μας, σύμφωνα μέ τόν χαιρετισμό τοῦ ἁγ. Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, Χριστός Ἀνέστη χαρά μου.
Πρωτοπρεσβύτερος, Χρῆστος Φιλιώτης-Βλαχάβας Στρασβοῦργο.
πηγή : περιοδικό το ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ του Λουξεμβούργου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου