του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου του 32ου Δ. Σχ. Λάρισας
Η “ΣΤΑΥΡΙΚΗ” ΓΝΩΡΙΜΙΑ: Κατά τη Σταύρωση του Κυρίου, μεταξύ των στρατιωτών που κύκλωναν το Σταυρό, ήταν κι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος.Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Λογγίνος δεν είχε γνωρίσει τον Κύριο. Όμως ξαφνικά η ψυχή του γνώρισε και τα μάτια του είδαν. Είδαν τα αγκάθια, τη καταφρόνια στο πρόσωπο του Ιησού, το ανηφορικό κουβάλημα του Σταυρού, τα καρφιά και την ταπεινωτική ύψωσή Του ανάμεσα στους ληστές.
Κι όταν ο Κύριος ξεψύχησε, η γη σείστηκε κι ο ήλιος σκοτείνιασε, ενώ ράγισαν οι πέτρες και ανοιχτήκαν οι τάφοι των πεθαμένων.
Ακόμη και οι στρατιώτες τρόμαξαν, ενώ ο εκατόνταρχος Λογγίνος ψιθύρισε περιδεής: «Αληθινά ο γιός του Θεού ήταν αυτός». Όταν λίγες ώρες αργότερα ενταφιάστηκε το σώμα του Κυρίου, ο Λογγίνος έλαβε διαταγή από τον Πιλάτο, να φρουρήσει με τους στρατιώτες του τον πανάγιο Τάφο. Κι όταν Άγγελος Κυρίου σήκωσε την πέτρα από τον Τάφο, οι στρατιώτες τυφλώθηκαν κ έπεσαν στη γη, ο εκατόνταρχος πίστεψε στον Κύριο. Μαζί πίστεψαν και δυο στρατιώτες του και αμέσως ομολόγησαν την αλήθεια και γίνανε κήρυκες της Ανάστασης Του.
Όταν έμαθαν τα καθέκαστα οι Αρχιερείς, τους φώναξαν ανακρίνοντάς τους. Τότε ο Λογγίνος είπε: “Τα μάτια μου είδαν το θαύμα και η ψυχή μου την αλήθεια”. Όμως εκείνοι εκούσια τυφλοί του ανταπάντησαν: “Αυτό που λες, είναι φαντασία σου. Οι μαθητές του Ναζωραίου Τον έκλεψαν από τον τάφο.” Τότε ο εκατόνταρχος κι οι δυο στρατιώτες δήλωσαν με παρρησία πως δεν κοιμήθηκαν ούτε στιγμή και δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια της Ανάστασης. Οι Αρχιερείς τότε προσπάθησαν να τους δωροδοκήσουν. Κι ο Λογγίνος έδωσε την πιο ξεκάθαρη απάντηση: “Η αλήθεια είναι πιο δυνατή από τ’ ασήμι σας. Μάταιο κόπο κάνετε να σκοτεινιάσετε αυτό που λάμπει περισσότερο από τον ήλιο. Εγώ θα εξακολουθώ να ομολογώ,την Ανάσταση του Χριστού. Τότε οι σύνεδροι των Ιουδαίων αρχόντων πήγαν στον Πιλάτο και συκοφάντησαν το γενναίο αξιωματικό, ενώ παραμόνευαν τον κατάλληλο καιρό να εκδικηθούν. Ύστερα από καιρό, ο Λογγίνος νιώθοντας γύρω του μόνο μίσος, αποφάσισε ν’ αφήσει την υπηρεσία του και να φύγει μακριά από το εχθρικό περιβάλλον.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ: Αρχίζοντας, λοιπόν, καινούργια ζωή, ο Λογγίνος και οι άλλοι δυο στρατιώτες που τον ακολούθησαν, γνώρισαν τους Αποστόλους, βαπτίστηκαν απ' αυτούς και ύστερα από λίγο καιρό κατευθύνθηκαν στην Καππαδοκία. Εκεί, ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, με τη βοήθεια των συντρόφων του, έγινε κήρυκας και απόστολος του Χριστού, φανερώνοντας το αναστάσιμο φως σε πολλούς. Αργότερα κατευθύνθηκε στα γενέθλια χώματά του, στο χωριό όπου είχε γεννηθεί. Και κει ζούσε ήσυχα, με νηστεία και προσευχή, παρηγορώντας όσους υποφέρανε και έχοντας στην καρδιά του το Σταυρό.
Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι στα Ιεροσόλυμα, μαθαίνοντας για το έργο του Λογγίνου στην Καππαδοκία, αγριεμένοι, πήγαν στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν, δωροδοκώντας τον, να στείλει μήνυμα στον Καίσαρα για να καταγγείλει το Λογγίνο, πως εγκατέλειψε το στρατιωτικό του αξίωμα κι έφυγε ταράσσοντας το λαό στη Καππαδοκία, κηρύττοντας άλλο βασιλιά. Κι ο Πιλάτος έστειλε στο Καίσαρα Τιβέριο γράμμα γεμάτο συκοφαντία για το Λογγίνο. Και μαζί με το γράμμα του Πιλάτου, στείλαν οι Ιουδαίοι και χρυσάφι στον Καίσαρα, εξαγοράζοντας έτσι το θάνατο του Εκατόνταρχου.
Η απάντηση από τη Ρώμη δεν άργησε. Ο Καίσαρ διέταζε τη θανατική τιμωρία του “αποστατήσαντος” Λογγίνου. Ο Πιλάτος αμέσως έδωσε εντολή, ορίζοντας σε στρατιώτες του να εκτελέσουν τη διαταγή, αφού προηγουμένως βρουν το Λογγίνο αλλά και τους άλλους δυο στρατιώτες-κήρυκες της Ανάστασης, και να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα με τα κεφάλια των τριών! Οι απεσταλμένοι, μαθαίνοντας πως βρισκόταν στο πατρικό χωριό του, πήραν βιαστικά το δρόμο του χωριού εκείνου. Και πορεύονταν αναζητώντας το Λογγίνο, ρωτώντας γι’ αυτόν σα να του φέρνανε τάχα μήνυμα χαρμόσυνο και τιμές.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Οι στρατιώτες αντάμωσαν τελικά το Λογγίνο στην άκρη του χωριού. Και κείνος, γεμάτος από Άγιο Πνεύμα, τους γνώρισε και κατάλαβε τι θέλαν. Τους καλωσόρισε, τους μίλησε με αγάπη και προσφέρθηκε να τους υπηρετήσει, ρωτώντας τους τι ζητάνε. Και 'κείνοι του είπαν: “Μπορείς να μας πεις μήπως ζει εδώ κάποιος Λογγίνος, που ήταν Εκατόνταρχος του ρωμαϊκού στρατού;” Κι εκείνος τους απάντησε ότι εκεί ζούσε, ρωτώντας τους τι τον θέλουν.
Οι απεσταλμένοι απάντησαν πονηρά: “Έχουμε ακουστά πως είναι αγαθός άνθρωπος και επιθυμούμε να τον γνωρίσουμε, γιατί είμαστε στρατιώτες και αυτός ήταν Εκατόνταρχος.” Τότε ο Λογγίνος θαρραλέα τους είπε:“Παρακαλώ, περάστε από το σπίτι μου και ξαποστάστε. Ξέρω που ζει ο άνθρωπος που ζητάτε, θα τον ειδοποιήσω κι αυτός μονάχος θάρθει γιατί δεν είναι μακριά από δω.” Οι στρατιώτες ακολούθησαν το Λογγίνο στο σπίτι του, όπου τους παρέθεσε πλούσιο γεύμα. Οι στρατιώτες έφαγαν και ήπιαν ώσπου ήρθε η νύχτα.
Τότε, πάνω στην ευθυμία, αποφάσισαν να εμπιστευτούν στο Λογγίνο το μυστικό τους, σαν σε φίλο. “Μας στείλανε εδώ” , είπε ο ένας τους, “για να πάρουμε το κεφάλι του Λογγίνου και των δυο συντρόφων του. Έτσι αποφάσισε ο Καίσαρας της Ρώμης, κι ο Πιλάτος έστειλε εμάς, να εκτελέσουμε το πρόσταγμα. Κοίταξε μη το μάθει, για να μη μας φύγει, και γλιτώσει.” Κι ο Λογγίνος ψύχραιμα πρόσθεσε: “Έννοια σας. Ο Λογγίνος θα παρουσιασθεί μόνος του, και μαζί του θα βρεθούν και οι δυο σύντροφοί του.” Όταν οι λεγεωνάριοι αποκοιμήθηκαν, ο εκατόνταρχος έστειλε μήνυμα στους φίλους του να έρθουν στο σπίτι. Έπειτα γονάτισε και προσευχήθηκε. Πράος ετοιμαζόταν για το μαρτύριο. Με το ξημέρωμα σηκώθηκαν οι στρατιώτες και καθώς ετοιμάζονταν να φύγουνε, παρακάλεσαν το Λογγίνο να τους συνοδέψει και να τους δείξει τον άνθρωπο που ζητούσαν σύμφωνα με την υπόσχεσή του, Όμως εκείνος τους συνέστησε υπομονή και τους είπε να μην φύγουν γιατί σε λίγο θα εμφανιζόταν εκεί.
Όταν φάνηκαν να πλησιάζουν οι δυο άλλοι πιστοί “καταζητούμενοι”, ο Λογγίνος βγήκε από το σπίτι, τους καλωσόρισε αγκαλιάζοντάς τους. Τότε τους είπε τα καθέκαστα, προσθέτοντας : “Χαρείτε, δούλοι του Χριστού, και αδελφοί μου. Χαρείτε μαζί μου, γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λευτερωθούμε από τα γήινα δεσμά μας. Σε λίγο θα βρεθούμε μπροστά στον Κύριο, που είδαμε να τον σταυρώνουν και ν’ ανασταίνεται στη δόξα του. Αυτοί που ήρθαν να μας σκοτώσουν είναι εδώ, ελάτε.” Ακούγοντας αυτά οι φίλοι του, χαρήκαν γιατί έφθασε γι' αυτούς η ώρα του μαρτυρικού στεφάνου.
Ακολούθησαν τον Λογγίνο μέσα στο σπίτι, όπου εκείνος είπε στους δημίους του:
“Μπροστά σας βρίσκεται αυτός που ζητάτε με τους δυο συντρόφους του. Εγώ είμαι ο Λογγίνος και αυτοί είναι οι σύντροφοί μου”. Τότε ο ένας από τους απεσταλμένους είπε: “Αυτό το αστείο, καλέ μου άνθρωπε, δεν το πιστεύουμε. Οδήγησέ μας στον καταδικασμένο γιατί πρέπει να εκτελέσουμε τις εντολές.” Τότε ο Λογγίνος πρόσθεσε αποφασιστικά αλλά ήρεμα: “Εμείς είμαστε αυτοί που ζητάτε. Κάνετε όπως σας προστάξανε αυτοί που σας στείλαν.” Τους κοίταζαν οι στρατιώτες με μεγάλη απορία μη μπορώντας να πιστέψουν, ενώ ένιωθαν ντροπή και δίσταζαν να θανατώσουν αυτόν που τους είχε αδελφικά φιλοξενήσει.
“Αγαπητοί μου”, επέμεινε ο εκατόνταρχος, “μην καθυστερείτε, γιατί μονάχα έτσι μπορείτε να μου ανταποδώσετε την αγάπη που σας έδειξα. Εκτελέστε γρήγορα το πρόσταγμα, γιατί πάει καιρός που θέλω ν’ αντικρύσω τον Κύριό μου!” Λέγοντας αυτά, ντύθηκε με άσπρα ρούχα της ταφής, έπειτα φώναξε γύρω του τους συγγενείς του, και δείχνοντας ένα βουναλάκι που το ισκιώναν φοινικιές είπε: “Εκεί, αγαπημένοι μου, να θάψετε το σώμα μου, πλάι στους εν Χριστώ συντρόφους μου. Σας χαιρετώ, κρατάτε στην ορθή πίστη και δώστε μου το στερνό ασπασμό.” Κι αφού αγκάλιασε όλους, γονάτισε πλάι στους φίλους του και έσκυψε το κεφάλι κάτω από το σπαθί. Με βαριά καρδιά οι στρατιώτες ξεπληρώσαν το πρόσταγμα και τον χτύπησαν. Έπειτα πήραν μαζί τους την κεφαλή του Αγίου Λογγίνου και των άλλων και τις φέραν στην Ιερουσαλήμ. Κι οι σπιτικοί, κλαίοντας, θάψαν τα λείψανα των μαρτύρων με τιμή κάτω από τα φοινικόδεντρα. Στην Ιερουσαλήμ ο Πιλάτος έστειλε την τίμια κεφαλή του μάρτυρα στους Ιουδαίους κι εκείνοι την πετάξαν έξω από την πόλη στα σκουπίδια.
Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ: Εκείνα τα χρόνια κάποια χήρα από την Καππαδοκία, ονόματι Άννα, έτυχε να τυφλωθεί. Επισκέφθηκε πολλούς γιατρούς, στην Καισαρεία και αλλού, χωρίς να δει όφελος. Τότε σκέφτηκε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει τα άγια μέρη και τον τάφο εκείνο, που γι’ αυτόν ο Λογγίνος, είχε μιλήσει κάποτε στα πλήθη της Καππαδοκίας, διδάσκοτας τους συμπατριώτες της την αλήθεια, και να ζητήσει το έλεος του Θεού. Πήρε λοιπόν το μοναχογιό της και ξεκίνησε κρατώντας τον από το χέρι, ως τα Ιεροσόλυμα.
Όμως, φτάνοντας εκεί, ο γιος της χήρας έπεσε άρρωστος και σε λίγες μέρες πέθανε. Έκλαιγε η τυφλή γυναίκα, από τη μεγάλη της θλίψη, γιατί έχασε για δεύτερη φορά το φως των ματιών της. Κι έτσι, απαρηγόρητη, θρηνούσε ολομόναχη ανάμεσα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Κι όμως, στο σκοτάδι της δυστυχίας της, ξαφνικά της φανερώθηκε ο Άγιος Λογγίνος παρηγορώντας την μ' αυτά τα λόγια: “Χαροκαμένη μητέρα, μην κλαις, θα σου δείξω που βρίσκεται ο μοναχογιός σου, στη δόξα του Κυρίου, και θα ξαναβρείς το φως των ματίων σου. Θυμήσου όσα μίλησα κάποτε για το Χριστό το Σωτήρα μας, για τα Πάθη και την Ανάστασή του, που είδα με τα μάτια μου. Και μάθε, πως ο γιος σου βρίσκεται κοντά στον Ιησού. Και μάθε ακόμα, πως οι εχθροί της αλήθειας με αφάνισαν μαζί με τους δυο συντρόφους μου, και η κεφαλή μου είναι πεταμένη στα σκουπίδια, έξω από τα τείχη. Πήγαινε να τη βρεις. Κι όταν τη βρεις, τα μάτια σου θα δουν”. Η γυναίκα σηκώθηκε και, ταραγμένη μα με ελπίδα, ξεκίνησε κατά εκεί που έρχονταν ο θαλασσινός αέρας με τη μυρουδιά των σκουπιδιών. Και παρακαλούσε τους περαστικούς να τη βοηθήσουνε στο μέρος όπου ήταν τα σκουπίδια. Φτάνοντας εκεί, άρχισε να ψηλαφεί το μέρος αναγνωρίζοντάς το, κι άρχισε να ψάχνει με τα χέρια. Όταν ένιωσε στα δάχτυλα της εκείνο που ζητούσε, αμέσως σκόρπισε η καταχνιά, και στου ήλιου το φώς είδε την κεφαλή του γλυκόλαλου απόστολου της Καππαδοκίας.
Με δάκρυα χαράς δόξασε τότε το Θεό και παίρνοντας στα χέρια την κεφαλή του Εκατόνταρχου, την ασπάστηκε και την έφερε στο σπίτι της. Εκεί την έπλυνε, την άλειψε με μύρο, κι ένιωθε μέσα της ουράνια χαρά. Την επομένη, η χήρα είδε πάλι τον Άγιο Λογγίνο λουσμένο στο φως, με ιμάτια λαμπρά και κρατώντας από το χέρι το μοναχογιό της, ντυμένο με γιορτινα του γάμου κι ο Άγιος τον αγκάλιασε και το παιδί χαμογέλασε ευτυχισμένο. «Βλέπεις, γυναίκα, είπε το όραμα, πού βρίσκεται ο γιος σου; Χαίρε, γιατί εδώ είναι η αιώνια βασιλεία.
Σήκω. Βάλε την κεφαλή και το λείψανο του γιου σου στην ίδια κάσα και πήγαινε τα στο τόπο όπου κήρυξα το λόγο του Κυρίου». Βιαστικά σηκώθηκε η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο Άγιος. Και παίρνοντας το κορμί του παιδιού της και την κεφαλή του Εκατόνταρχου, κατευθύνθηκε στην Καππαδοκία, και κει έθαψε τα λείψανα σε τόπο γαλήνης κι ανάπαυσης, κοντά στο φτωχικό της.__
Σήμερα, προς τιμήν του Αγίου Λογγίνου και μέσα στο κτιριακό συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως, όπου ο Ιερός Γολγοθάς και ο ζωηφόρος Πανάγιος Τάφος, υπάρχει, ακριβώς πίσω από το Ιερό του ναού των Ορθοδόξων, παρεκκλήσιο.
Το παρεκκλήσιο ανήκει στους Ορθοδόξους και μέσα σ' αυτό φυλάσσεται μέρος από τα κομμάτια του Γολγοθά, που κόπηκαν για την ανοικοδόμηση του Ναού της Αναστάσεως το έτος 1810 μ.Χ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Μιχαήλ Σαντοβεάνου, Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος
2. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Η΄ 319-322
πηγή: agioritikovima.gr
Η “ΣΤΑΥΡΙΚΗ” ΓΝΩΡΙΜΙΑ: Κατά τη Σταύρωση του Κυρίου, μεταξύ των στρατιωτών που κύκλωναν το Σταυρό, ήταν κι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος.Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Λογγίνος δεν είχε γνωρίσει τον Κύριο. Όμως ξαφνικά η ψυχή του γνώρισε και τα μάτια του είδαν. Είδαν τα αγκάθια, τη καταφρόνια στο πρόσωπο του Ιησού, το ανηφορικό κουβάλημα του Σταυρού, τα καρφιά και την ταπεινωτική ύψωσή Του ανάμεσα στους ληστές.
Κι όταν ο Κύριος ξεψύχησε, η γη σείστηκε κι ο ήλιος σκοτείνιασε, ενώ ράγισαν οι πέτρες και ανοιχτήκαν οι τάφοι των πεθαμένων.
Ακόμη και οι στρατιώτες τρόμαξαν, ενώ ο εκατόνταρχος Λογγίνος ψιθύρισε περιδεής: «Αληθινά ο γιός του Θεού ήταν αυτός». Όταν λίγες ώρες αργότερα ενταφιάστηκε το σώμα του Κυρίου, ο Λογγίνος έλαβε διαταγή από τον Πιλάτο, να φρουρήσει με τους στρατιώτες του τον πανάγιο Τάφο. Κι όταν Άγγελος Κυρίου σήκωσε την πέτρα από τον Τάφο, οι στρατιώτες τυφλώθηκαν κ έπεσαν στη γη, ο εκατόνταρχος πίστεψε στον Κύριο. Μαζί πίστεψαν και δυο στρατιώτες του και αμέσως ομολόγησαν την αλήθεια και γίνανε κήρυκες της Ανάστασης Του.
Όταν έμαθαν τα καθέκαστα οι Αρχιερείς, τους φώναξαν ανακρίνοντάς τους. Τότε ο Λογγίνος είπε: “Τα μάτια μου είδαν το θαύμα και η ψυχή μου την αλήθεια”. Όμως εκείνοι εκούσια τυφλοί του ανταπάντησαν: “Αυτό που λες, είναι φαντασία σου. Οι μαθητές του Ναζωραίου Τον έκλεψαν από τον τάφο.” Τότε ο εκατόνταρχος κι οι δυο στρατιώτες δήλωσαν με παρρησία πως δεν κοιμήθηκαν ούτε στιγμή και δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια της Ανάστασης. Οι Αρχιερείς τότε προσπάθησαν να τους δωροδοκήσουν. Κι ο Λογγίνος έδωσε την πιο ξεκάθαρη απάντηση: “Η αλήθεια είναι πιο δυνατή από τ’ ασήμι σας. Μάταιο κόπο κάνετε να σκοτεινιάσετε αυτό που λάμπει περισσότερο από τον ήλιο. Εγώ θα εξακολουθώ να ομολογώ,την Ανάσταση του Χριστού. Τότε οι σύνεδροι των Ιουδαίων αρχόντων πήγαν στον Πιλάτο και συκοφάντησαν το γενναίο αξιωματικό, ενώ παραμόνευαν τον κατάλληλο καιρό να εκδικηθούν. Ύστερα από καιρό, ο Λογγίνος νιώθοντας γύρω του μόνο μίσος, αποφάσισε ν’ αφήσει την υπηρεσία του και να φύγει μακριά από το εχθρικό περιβάλλον.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ: Αρχίζοντας, λοιπόν, καινούργια ζωή, ο Λογγίνος και οι άλλοι δυο στρατιώτες που τον ακολούθησαν, γνώρισαν τους Αποστόλους, βαπτίστηκαν απ' αυτούς και ύστερα από λίγο καιρό κατευθύνθηκαν στην Καππαδοκία. Εκεί, ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, με τη βοήθεια των συντρόφων του, έγινε κήρυκας και απόστολος του Χριστού, φανερώνοντας το αναστάσιμο φως σε πολλούς. Αργότερα κατευθύνθηκε στα γενέθλια χώματά του, στο χωριό όπου είχε γεννηθεί. Και κει ζούσε ήσυχα, με νηστεία και προσευχή, παρηγορώντας όσους υποφέρανε και έχοντας στην καρδιά του το Σταυρό.
Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι στα Ιεροσόλυμα, μαθαίνοντας για το έργο του Λογγίνου στην Καππαδοκία, αγριεμένοι, πήγαν στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν, δωροδοκώντας τον, να στείλει μήνυμα στον Καίσαρα για να καταγγείλει το Λογγίνο, πως εγκατέλειψε το στρατιωτικό του αξίωμα κι έφυγε ταράσσοντας το λαό στη Καππαδοκία, κηρύττοντας άλλο βασιλιά. Κι ο Πιλάτος έστειλε στο Καίσαρα Τιβέριο γράμμα γεμάτο συκοφαντία για το Λογγίνο. Και μαζί με το γράμμα του Πιλάτου, στείλαν οι Ιουδαίοι και χρυσάφι στον Καίσαρα, εξαγοράζοντας έτσι το θάνατο του Εκατόνταρχου.
Η απάντηση από τη Ρώμη δεν άργησε. Ο Καίσαρ διέταζε τη θανατική τιμωρία του “αποστατήσαντος” Λογγίνου. Ο Πιλάτος αμέσως έδωσε εντολή, ορίζοντας σε στρατιώτες του να εκτελέσουν τη διαταγή, αφού προηγουμένως βρουν το Λογγίνο αλλά και τους άλλους δυο στρατιώτες-κήρυκες της Ανάστασης, και να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα με τα κεφάλια των τριών! Οι απεσταλμένοι, μαθαίνοντας πως βρισκόταν στο πατρικό χωριό του, πήραν βιαστικά το δρόμο του χωριού εκείνου. Και πορεύονταν αναζητώντας το Λογγίνο, ρωτώντας γι’ αυτόν σα να του φέρνανε τάχα μήνυμα χαρμόσυνο και τιμές.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Οι στρατιώτες αντάμωσαν τελικά το Λογγίνο στην άκρη του χωριού. Και κείνος, γεμάτος από Άγιο Πνεύμα, τους γνώρισε και κατάλαβε τι θέλαν. Τους καλωσόρισε, τους μίλησε με αγάπη και προσφέρθηκε να τους υπηρετήσει, ρωτώντας τους τι ζητάνε. Και 'κείνοι του είπαν: “Μπορείς να μας πεις μήπως ζει εδώ κάποιος Λογγίνος, που ήταν Εκατόνταρχος του ρωμαϊκού στρατού;” Κι εκείνος τους απάντησε ότι εκεί ζούσε, ρωτώντας τους τι τον θέλουν.
Οι απεσταλμένοι απάντησαν πονηρά: “Έχουμε ακουστά πως είναι αγαθός άνθρωπος και επιθυμούμε να τον γνωρίσουμε, γιατί είμαστε στρατιώτες και αυτός ήταν Εκατόνταρχος.” Τότε ο Λογγίνος θαρραλέα τους είπε:“Παρακαλώ, περάστε από το σπίτι μου και ξαποστάστε. Ξέρω που ζει ο άνθρωπος που ζητάτε, θα τον ειδοποιήσω κι αυτός μονάχος θάρθει γιατί δεν είναι μακριά από δω.” Οι στρατιώτες ακολούθησαν το Λογγίνο στο σπίτι του, όπου τους παρέθεσε πλούσιο γεύμα. Οι στρατιώτες έφαγαν και ήπιαν ώσπου ήρθε η νύχτα.
Τότε, πάνω στην ευθυμία, αποφάσισαν να εμπιστευτούν στο Λογγίνο το μυστικό τους, σαν σε φίλο. “Μας στείλανε εδώ” , είπε ο ένας τους, “για να πάρουμε το κεφάλι του Λογγίνου και των δυο συντρόφων του. Έτσι αποφάσισε ο Καίσαρας της Ρώμης, κι ο Πιλάτος έστειλε εμάς, να εκτελέσουμε το πρόσταγμα. Κοίταξε μη το μάθει, για να μη μας φύγει, και γλιτώσει.” Κι ο Λογγίνος ψύχραιμα πρόσθεσε: “Έννοια σας. Ο Λογγίνος θα παρουσιασθεί μόνος του, και μαζί του θα βρεθούν και οι δυο σύντροφοί του.” Όταν οι λεγεωνάριοι αποκοιμήθηκαν, ο εκατόνταρχος έστειλε μήνυμα στους φίλους του να έρθουν στο σπίτι. Έπειτα γονάτισε και προσευχήθηκε. Πράος ετοιμαζόταν για το μαρτύριο. Με το ξημέρωμα σηκώθηκαν οι στρατιώτες και καθώς ετοιμάζονταν να φύγουνε, παρακάλεσαν το Λογγίνο να τους συνοδέψει και να τους δείξει τον άνθρωπο που ζητούσαν σύμφωνα με την υπόσχεσή του, Όμως εκείνος τους συνέστησε υπομονή και τους είπε να μην φύγουν γιατί σε λίγο θα εμφανιζόταν εκεί.
Όταν φάνηκαν να πλησιάζουν οι δυο άλλοι πιστοί “καταζητούμενοι”, ο Λογγίνος βγήκε από το σπίτι, τους καλωσόρισε αγκαλιάζοντάς τους. Τότε τους είπε τα καθέκαστα, προσθέτοντας : “Χαρείτε, δούλοι του Χριστού, και αδελφοί μου. Χαρείτε μαζί μου, γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λευτερωθούμε από τα γήινα δεσμά μας. Σε λίγο θα βρεθούμε μπροστά στον Κύριο, που είδαμε να τον σταυρώνουν και ν’ ανασταίνεται στη δόξα του. Αυτοί που ήρθαν να μας σκοτώσουν είναι εδώ, ελάτε.” Ακούγοντας αυτά οι φίλοι του, χαρήκαν γιατί έφθασε γι' αυτούς η ώρα του μαρτυρικού στεφάνου.
Ακολούθησαν τον Λογγίνο μέσα στο σπίτι, όπου εκείνος είπε στους δημίους του:
“Μπροστά σας βρίσκεται αυτός που ζητάτε με τους δυο συντρόφους του. Εγώ είμαι ο Λογγίνος και αυτοί είναι οι σύντροφοί μου”. Τότε ο ένας από τους απεσταλμένους είπε: “Αυτό το αστείο, καλέ μου άνθρωπε, δεν το πιστεύουμε. Οδήγησέ μας στον καταδικασμένο γιατί πρέπει να εκτελέσουμε τις εντολές.” Τότε ο Λογγίνος πρόσθεσε αποφασιστικά αλλά ήρεμα: “Εμείς είμαστε αυτοί που ζητάτε. Κάνετε όπως σας προστάξανε αυτοί που σας στείλαν.” Τους κοίταζαν οι στρατιώτες με μεγάλη απορία μη μπορώντας να πιστέψουν, ενώ ένιωθαν ντροπή και δίσταζαν να θανατώσουν αυτόν που τους είχε αδελφικά φιλοξενήσει.
“Αγαπητοί μου”, επέμεινε ο εκατόνταρχος, “μην καθυστερείτε, γιατί μονάχα έτσι μπορείτε να μου ανταποδώσετε την αγάπη που σας έδειξα. Εκτελέστε γρήγορα το πρόσταγμα, γιατί πάει καιρός που θέλω ν’ αντικρύσω τον Κύριό μου!” Λέγοντας αυτά, ντύθηκε με άσπρα ρούχα της ταφής, έπειτα φώναξε γύρω του τους συγγενείς του, και δείχνοντας ένα βουναλάκι που το ισκιώναν φοινικιές είπε: “Εκεί, αγαπημένοι μου, να θάψετε το σώμα μου, πλάι στους εν Χριστώ συντρόφους μου. Σας χαιρετώ, κρατάτε στην ορθή πίστη και δώστε μου το στερνό ασπασμό.” Κι αφού αγκάλιασε όλους, γονάτισε πλάι στους φίλους του και έσκυψε το κεφάλι κάτω από το σπαθί. Με βαριά καρδιά οι στρατιώτες ξεπληρώσαν το πρόσταγμα και τον χτύπησαν. Έπειτα πήραν μαζί τους την κεφαλή του Αγίου Λογγίνου και των άλλων και τις φέραν στην Ιερουσαλήμ. Κι οι σπιτικοί, κλαίοντας, θάψαν τα λείψανα των μαρτύρων με τιμή κάτω από τα φοινικόδεντρα. Στην Ιερουσαλήμ ο Πιλάτος έστειλε την τίμια κεφαλή του μάρτυρα στους Ιουδαίους κι εκείνοι την πετάξαν έξω από την πόλη στα σκουπίδια.
Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ: Εκείνα τα χρόνια κάποια χήρα από την Καππαδοκία, ονόματι Άννα, έτυχε να τυφλωθεί. Επισκέφθηκε πολλούς γιατρούς, στην Καισαρεία και αλλού, χωρίς να δει όφελος. Τότε σκέφτηκε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει τα άγια μέρη και τον τάφο εκείνο, που γι’ αυτόν ο Λογγίνος, είχε μιλήσει κάποτε στα πλήθη της Καππαδοκίας, διδάσκοτας τους συμπατριώτες της την αλήθεια, και να ζητήσει το έλεος του Θεού. Πήρε λοιπόν το μοναχογιό της και ξεκίνησε κρατώντας τον από το χέρι, ως τα Ιεροσόλυμα.
Όμως, φτάνοντας εκεί, ο γιος της χήρας έπεσε άρρωστος και σε λίγες μέρες πέθανε. Έκλαιγε η τυφλή γυναίκα, από τη μεγάλη της θλίψη, γιατί έχασε για δεύτερη φορά το φως των ματιών της. Κι έτσι, απαρηγόρητη, θρηνούσε ολομόναχη ανάμεσα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Κι όμως, στο σκοτάδι της δυστυχίας της, ξαφνικά της φανερώθηκε ο Άγιος Λογγίνος παρηγορώντας την μ' αυτά τα λόγια: “Χαροκαμένη μητέρα, μην κλαις, θα σου δείξω που βρίσκεται ο μοναχογιός σου, στη δόξα του Κυρίου, και θα ξαναβρείς το φως των ματίων σου. Θυμήσου όσα μίλησα κάποτε για το Χριστό το Σωτήρα μας, για τα Πάθη και την Ανάστασή του, που είδα με τα μάτια μου. Και μάθε, πως ο γιος σου βρίσκεται κοντά στον Ιησού. Και μάθε ακόμα, πως οι εχθροί της αλήθειας με αφάνισαν μαζί με τους δυο συντρόφους μου, και η κεφαλή μου είναι πεταμένη στα σκουπίδια, έξω από τα τείχη. Πήγαινε να τη βρεις. Κι όταν τη βρεις, τα μάτια σου θα δουν”. Η γυναίκα σηκώθηκε και, ταραγμένη μα με ελπίδα, ξεκίνησε κατά εκεί που έρχονταν ο θαλασσινός αέρας με τη μυρουδιά των σκουπιδιών. Και παρακαλούσε τους περαστικούς να τη βοηθήσουνε στο μέρος όπου ήταν τα σκουπίδια. Φτάνοντας εκεί, άρχισε να ψηλαφεί το μέρος αναγνωρίζοντάς το, κι άρχισε να ψάχνει με τα χέρια. Όταν ένιωσε στα δάχτυλα της εκείνο που ζητούσε, αμέσως σκόρπισε η καταχνιά, και στου ήλιου το φώς είδε την κεφαλή του γλυκόλαλου απόστολου της Καππαδοκίας.
Με δάκρυα χαράς δόξασε τότε το Θεό και παίρνοντας στα χέρια την κεφαλή του Εκατόνταρχου, την ασπάστηκε και την έφερε στο σπίτι της. Εκεί την έπλυνε, την άλειψε με μύρο, κι ένιωθε μέσα της ουράνια χαρά. Την επομένη, η χήρα είδε πάλι τον Άγιο Λογγίνο λουσμένο στο φως, με ιμάτια λαμπρά και κρατώντας από το χέρι το μοναχογιό της, ντυμένο με γιορτινα του γάμου κι ο Άγιος τον αγκάλιασε και το παιδί χαμογέλασε ευτυχισμένο. «Βλέπεις, γυναίκα, είπε το όραμα, πού βρίσκεται ο γιος σου; Χαίρε, γιατί εδώ είναι η αιώνια βασιλεία.
Σήκω. Βάλε την κεφαλή και το λείψανο του γιου σου στην ίδια κάσα και πήγαινε τα στο τόπο όπου κήρυξα το λόγο του Κυρίου». Βιαστικά σηκώθηκε η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο Άγιος. Και παίρνοντας το κορμί του παιδιού της και την κεφαλή του Εκατόνταρχου, κατευθύνθηκε στην Καππαδοκία, και κει έθαψε τα λείψανα σε τόπο γαλήνης κι ανάπαυσης, κοντά στο φτωχικό της.__
Σήμερα, προς τιμήν του Αγίου Λογγίνου και μέσα στο κτιριακό συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως, όπου ο Ιερός Γολγοθάς και ο ζωηφόρος Πανάγιος Τάφος, υπάρχει, ακριβώς πίσω από το Ιερό του ναού των Ορθοδόξων, παρεκκλήσιο.
Το παρεκκλήσιο ανήκει στους Ορθοδόξους και μέσα σ' αυτό φυλάσσεται μέρος από τα κομμάτια του Γολγοθά, που κόπηκαν για την ανοικοδόμηση του Ναού της Αναστάσεως το έτος 1810 μ.Χ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Μιχαήλ Σαντοβεάνου, Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος
2. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Η΄ 319-322
πηγή: agioritikovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου