Χρυσάνθης Κούκου ἱατροῦ-πρεσβυτέρας
Ἦταν μία φορὰ κι ἕναν καιρό, ἕνα καράβι ποὺ τὸ ἔλεγαν «Οἰκογένεια». Νέο σκαρί, ἀταξίδευτο, μόλις βγαλμένο ἀπὸ ἕνα μεγάλο ναυπηγεῖο, τὴν «Ἐκκλησία», ἑτοιμάστηκε νὰ σηκώσει ἄγκυρα γιὰ τὸ πρῶτο του ταξίδι στὸ ἀρχιπέλαγος τῆς «Ζωῆς».
Ὁ καπετάνιος κι ἡ καπετάνισσα, δυὸ ἄνθρωποι ἄγνωστοι μέχρι χθές, ἄφησαν
πίσω τὰ δικά τους καράβια, αὐτὰ στὰ ὁποῖα γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν,
πιάστηκαν χέρι, χέρι κι ἀποφάσισαν νὰ ταξιδέψουν μαζί, σ’ αὐτὸ τὸ νέο
καράβι.
Τί μυστήριο ἀνεξήγητο κι αὐτό! «Τὸ
μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστι…ἀντὶ τούτου καταλήψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα
αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴ γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μία…».
Δύο
ξένοι ποὺ γίνονται ἕνα σῶμα, δυὸ δέντρα ἀπὸ ξεχωριστὲς ρίζες ποὺ
σμίγουν σὲ κοινὸ κορμό, γιὰ νὰ δώσουν μαζὶ κλαδιὰ λουλούδια καὶ καρπούς.
Μία
ἕνωση ἀνεξήγητη, ποὺ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου
Πατέρα, μπορεῖ νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ τελεσφορήσει. Ὁ καπετάνιος κι ἡ
καπετάνισσα … ἕνα σῶμα μία ψυχὴ κι ὁ καθένας τὸν ρόλο του μέσα στὸ νιὸ
καράβι.
Ἐκεῖνος στὸ τιμόνι, μὲ ψυχραιμία καὶ τόλμη, ἀνοίγεται στὸ πέλαγος. Ἔχει πυξίδα τὴν πίστη καὶ στὸ ψηλὸ κατάρτι «βιγλάτορα», τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τὸν πανάγαθο Θεό.
Κι ἐπειδὴ τὰ δικά του ἀφτιά, ὧρες ὧρες σκοτίζονται ἀπ’ τὸν μανιασμένο
ἄνεμο καὶ χάνουν τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ ψηλὸ κατάρτι, ἔχει πάντα δίπλα του τὸν
ἄγρυπνο ἀσυρματιστή του,