Φανῆς Μήτσου Θεοδωρίδου~ Ὅ,τι κι ἄν ἔκανε ἡ μάνα γιά τό παιδί της αὐτό πήγαινε στά χαμένα. Ὅσες προσπάθειες κι ἄν ἔκανε νά τό φέρει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἤτανε ἄκαρπες. Ἄσπρο ἡ μάνα, μαῦρο ὁ γιός.
Κι ὅσο ἔβλεπε νά βγαίνουν ἀπ’ τά χέρια της, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, παιδιά ὑπέροχα, ἔξυπνα, χρήσιμοι ἄνθρωποι στήν κοινωνία, παιδιά περήφανα πού τήν εἴχανε δασκάλα, καί τό δικό της τό μοναδικό παιδί, πού τοῦ ἀφοσιώθηκε ὁλότελα σάν ἔμεινε χήρα, νά μήν ἀποφασίζει γιά κάτι, τῆς ἐρχότανε τρέλα.
Ἡ παρέα του ἔβαλε κατά νοῦ νά ξεθεμελιώσει καί νά ρημάξει κράτος, ἠθική, θρησκεία, πατρίδα. Ἔλα τώρα ἐσύ μάνα, πού γαλουχήθηκες καί γαλούχησες γενεές γενεῶν μέ ὅ,τι ὡραιότερο ὑπάρχει σέ οὐρανό καί γῆ, νά συμφωνήσεις μέ τό παιδί αὐτό. Μέρες, ἑβδομάδες, μῆνες ἔλειπε ἀπό τό σπίτι, χωρίς σημάδια ζωῆς. Κι ἡ μάνα, ἄχ, αὐτή ἡ μάνα! Ποιός θά γράψει ποτέ τούς πόνους, τούς μόχθους, τά δάκρυα αὐτῶν τῶν μανάδων, πού δέν βλέπουν καμιά προκοπή, καμιά λαχτάρα στά παιδιά τους! Οἱ ἄλλες πού δικαιώνονται, χορταίνουν τουλάχιστο μέ τούς ἐπαίνους καί τά συχαρίκια τῶν συγγενῶν.
Ἡ μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μιά ἀλλαγή. Ἡ προσευχή της, τό λιβάνι πού ἔκαιγε, τό καντηλάκι πού ἄναβε, ἦταν ὅλα, μά ὅλα γι’ αὐτό τό παιδί. Ὅταν ἦρθε ὁ καιρός του νά πάει στρατιώτης, ἀναθάρρησε ἡ μάνα. Ἴσως ἐδῶ βρεῖ τόν ἑαυτό του, εἶπε. Αὐτός ὅμως παρουσίασε πιστοποιητικό ψυχιάτρου καί πῆρε ἀναβολή.
Καί νά βλέπει ἡ μάνα τίς ἐπιτυχίες τῶν ἄλλων παιδιῶν, τά πτυχία, τίς ὑποτροφίες καί τό δικό της παιδί χαμένο στίς ἰδέες του, τίς μηδενιστικές, τίς καταστροφικές. Κι αὐτή ἐκεῖ, καντήλι καί θυμίαμα, λάδι καί δάκρυ. Σημάδια ἔκανε τό πάτωμα. Κάποτε παρουσιάσθηκε στό σπίτι, γιατί πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει στρατιώτης. «Καλό σημάδι» εἶπε μέσα της ἡ μάνα.
Πέρασε ὅλη τήν θητεία του σέ φυλάκιο τοῦ Ἕβρου. Δέν ἦρθε νά τή δεῖ οὔτε μιά φορά. Κι ἡ μάνα δέν ἄφησε τό εἰκονοστάσι χωρίς λάδι καί δάκρυ οὔτε ἕνα βράδυ. Κάποτε ἀπολύθηκε.