Ό Επίσκοπος Παντελεήμων Φωστίνης γράφει:
~ Όλο το χαριτωμένο νησάκι, οι ξακουστές Οινούσσες, έκλαψαν τήν ευλογημένη νιόπαντρη νοικοκυροπούλα. Τήν καμάρωναν όλοι σαν δική τους κόρη. Κι’ ό ξαφνικός θάνατός της, στην πρώτη γέννα της, βύθισε σε πένθος όλο το νησί. Τήν άμοιρη Κωνσταντία.
Ό πατέρας της, απαρηγόρητος από τότε άρχισε να βυθίζεται σε ιδιαίτερες μελέτες, γιά τήν αθανασία της ψυχής. Οι επιστήμονες τού νησιού, τον συντρόφευαν πάντοτε και συζητούσαν ώρες ολόκληρες γιά τήν ύπαρξη και τήν αθανασία της ψυχής, γιά τήν αιωνιότητα, γιά τήν κρίσι, γιά όλες τις λεπτομέρειες της άλλης ζωής. Μερικές φορές, ετύχαινε να έχει και αντίθετο γνώμη, κάποιος άπ’ τήν παρέα και τότε άρχιζε ή συζήτησις. Και προσπαθούσε, ό πατέρας της Κωνσταντίας να πείσει όλους, γιά τήν ομορφιά της αιωνίου ζωής και να τούς παροτρύνει, να μη λησμονούν ότι σ’ αυτό τον κόσμο, είμαστε όλοι διαβατάρικα πουλιά. Αυτό γινόταν τακτικά. Κάθε μέρα σχεδόν, οι συζητήσεις αυτές.
Πρωί-πρωί, ανέβαινε συχνά στο νεκροταφείο. Είχε αναθέσει, σ’ ένα κηπουρό, να περιποιέται τον τάφο της κόρης του. Κι ό κηπουρός αληθινά ευαίσθητος και ευγενικός άνθρωπος, είχε κάνει αληθινό παράδεισο, τον τάφο της νοικοκυρούλας. Είχε κατορθώσει, να γράψει με πανσέδες το όνομά της. Και ανέβαιναν πολλές ωραίες καρδιές, γιά να χύσουν κρυφά δύο δάκρυα, αντικρίζοντας το όνομά της, ραμμένο στον τάφο της με τα λουλούδια.
Ένα πρωί, ό πατέρας της...