π. Δημητρίου Μπόκου
Τα θολά τζάμια της μικρής αγροικίας έτριξαν, καθώς ο τρανταχτός τραχύς ήχος του τρακτέρ αντήχησε στην περιφραγμένη αυλή. Ο μεσόκοπος άντρας έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε. Τίναξε τις λασπωμένες του μπότες στο πράσινο χορτάρι και μπήκε. Χαιρέτησε ανέκφραστα, έβγαλε την κουκούλα και κρέμασε το αδιάβροχο τζάκετ παραλλαγής, τινάζοντας τις λίγες σταγόνες που είχαν ξεμείνει πάνω του.
Δεν πρόλαβε να κάνει βήμα και δυο μικρά που έπαιζαν στο πάτωμα πετάχτηκαν χαρωπά και όρμησαν πάνω του. Χαμογελώντας κουρασμένα τα σήκωσε στην αγκαλιά του και τα ’σφιξε με στοργή.
-Όλα καλά; ρώτησε, καθώς η γυναίκα του έβγαινε με τη λεκάνη γεμάτη για άπλωμα.
-Δόξα τω Θεώ, καλά! είπε εκείνη. Πέρασε το αφεντικό από ’δω νωρίτερα.
-Ησυχία δεν έχει! Τί ήθελε πάλι;
-Δουλειά! Τί άλλο θα μπορούσε να θέλει; Έφερε τις παραγγελίες του χασάπη για το Πάσχα, θα ’ναι καμμιά τριανταπενταριά τουλάχιστον. Και το λεμόνι, λέει, καθυστέρησε. Πέρασε ο καιρός του. Να το κόψεις τώρα και ως το Πάσχα να το ’χεις παραδώσει.
-Μέρες που έρχονται θα κόβω λεμόνι; Τα αρνιά εντάξει, τα ’χω στο πρόγραμμα. Μα το λεμόνι; Είναι η ώρα τώρα για τέτοιες δουλειές; Δεν με φτάνει το Μεγαλοβδόμαδο για να το κόψω.
-Του το ’πα κι εγώ, αλλά ξέρεις τί απαντάει πάντα σ’ αυτό.
Ο στιβαρός άντρας δεν μίλησε. Ήξερε πολύ καλά την απάντηση. Την είχε ακούσει πολλές φορές. Έσκυψε το κεφάλι και κάθισε στον ξηλωμένο καναπέ πικραμένος. Είχε δίκιο το αφεντικό. Ποιος ήταν αυτός που ήθελε να κάνει Πάσχα σαν τους άλλους;
Αλήθεια, ποιος ήταν;