Ἂς κλάψουμε…
«Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου…» (Λουκ. 15,18,21)
Θὰ ἔπρεπε πάντοτε, ὅλες τὶς Κυριακές, οἱ Χριστιανοὶ νὰ σπεύδουν στὸ ναό, ἰδιαιτέρως ὅμως σήμερα· γιατὶ τὴν Κυριακὴ αὐτὴ ἑορτάζουμε ὅλοι.
Ἑορτάζουμε ὅλοι; μὰ τί περίεργος λόγος εἶν᾽ αὐτός; θὰ πῆτε. Ἐμεῖς,ἄντρες - γυναῖκες, ἔχουμε ὀνόματα ἁγίων καὶ γιορτάζουμε σὲ διάφορες ἡμερομηνίες, πῶς ἐσὺ λὲς ὅτι σήμερα γιορτάζουμε ὅλοι;
Ἑορτάζουμε, ἀγαπητοί μου, γιατὶ σήμερα εἶνε Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου καὶ λίγο ἢ πολὺ ὅλοι εἴμαστε ἄσωτοι, μοιάζουμε μὲ τὸν ἄσωτο τοῦ εὐαγγελίου, συνεπῶς ἔχουμε τὴν πανήγυρί μας.
Καὶ γιὰ νὰ δῆτε ὅτι αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείξω, ὅτι τὸ καρτ-ποστάλ, ἡ φωτογραφία αὐτὴ ποὺ παρουσιάζει σήμερα ὁ φακὸς τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου, εἶνε φωτογραφία καὶ δική μου καὶ δική σας καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.
Ἀπὸ ποῦ ν᾽ ἀρχίσουμε, ἀγαπητοί μου; ἀπὸ τοὺς πλουσίους ἢ τοὺς φτωχούς, ἀπὸ τοὺς βασιλιᾶδες καὶ ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες ἢ τοὺς ἄσημους τῆς γῆς, ἀπὸ τοὺς γέρους ἢ τοὺς νέους καὶ τὰ παιδιά; Ὅλοι κατὰ κάποιο τρόπο βρισκόμαστε μέσα στὸν κύκλο τῆς ἀσωτίας. Ἂς παρουσιάσουμε ἕνα κατάλογο τῶν ἀσώτων.
⃝ Ἄσωτος εἶνε ὁ ἄντρας ἐκεῖνος πού, ἐνῶ καὶ ἄνεσι καὶ ὑγεία ἔχει καὶ θὰ μποροῦσε μὲ τὴν εὐλογία τοῦΘεοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του νὰ παντρευτῇ, ν᾽ ἀνοίξῃ σπίτι καὶ νὰ ζῇ ἥσυχη οἰκογενειακὴ ζωή,αὐτὸς γυρίζει τὶς νύχτες ἀσύδοτος δεξιὰ κι ἀριστερά.
⃝ Ἄσωτη ἐπίσης εἶνε ἡ γυναίκα ἐκείνη ποὺ ὅλη μέρα ἀντὶ νὰ ἐργάζεται κοιμᾶται καὶ τὴ νύχτα βγαίνεισὰν νυχτερίδα τοῦ διαβόλου σὲ κέντρα διασκεδάσεως, γιὰ νὰ ῥουφήξῃ τὸ αἷμα ἄμυαλων νέων, ν᾽ἁρπάξῃ τὰ χρήματά τους καὶ νὰ καταστρέψῃ τὴν ὑγεία τους.
⃝ Ἄσωτο εἶνε τὸ ἀγόρι ἢ τὸ κορίτσι ἐκεῖνο ποὺ δὲν μαζεύονται πιὰ ὅπως ἄλλοτε μὲ τὴ δύσι τοῦ ἥλιουστὴ φωλιὰ τῆς οἰκογενείας, ἀλλὰ ξενυχτοῦν, γυρίζουν τὶς πρωινὲς ὧρες ζαλισμένοι ἀπ᾽ τὰ ποτὰ καί,ἐνῷ μιὰ μάνα ἀγωνιᾷ ποῦ βίσκονται καὶ τί κάνουν, αὐτοὶ ἔχουν τὸ σπίτι σὰν ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶφαγητοῦ.
⃝ Ἄσωτος εἶνε κι ὁ ἐργοστασιάρχης ἐκεῖνος πού, ἐνῷ μὲ τὸν ἱδρῶτα τῶν ἐργατῶν κερδίζει ἑκατὸ καὶδιακόσα τοῖς ἑκατὸ καὶ μποροῦσε νὰ τοὺς ἀμείβῃ ὥστε νὰ ζοῦν κ᾽ ἐκεῖνοι σὰν ἄνθρωποι, αὐτὸς τοὺςδίνει ψίχουλα, «ἡμερομίσθια πείνας», τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος μὲ λιμουζῖνες ἀεροπλάνα κόττερα καὶθαλαμηγοὺς ταξιδεύει καὶ γλεντάει.
⃝ Γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι ὅμως, ἀσωτία ὑπάρχει καὶ στὰ κατώτερα κοινωνικὰ στρώματα·ἄσωτος εἶνε κι ὁἐργάτης ἐκεῖνος, ποὺ δουλεύει μὲν τίμια ὅλη τὴ ᾽βδομάδα, ἀλλὰ τὸ Σάββατο μόλις πληρωθῇ, ἐνῷ ἡγυναίκα του περιμένει ἕνα ῥοῦχο, τὸ παιδί του ἕνα τετράδιο,ἡ μάνα του τὸ φάρμακό της, αὐτὸς βάζειφωτιὰ καὶ καίει ὅλα τὰ λεφτά του σὲ κέντρα καὶ καπηλειὰ καὶ ποικίλα διαφθορεῖα.Ἀλλὰ δὲντελειώσαμε. Θὰ μοῦ πῆτε· Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπ᾽ αὐτούς· εἶμαι παντρεμένος, ἢ εἶ μαι γυναίκα τίμια, ἢ εἶμαιπαιδὶ ποὺ πηγαίνω στὸ σχολειὸ καὶ σπουδάζω· ἐμεῖς δὲν σπαταλοῦμε, ζοῦμε μὲ οἰκονομία. Πῶς λοιπὸνλές, ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἄσωτοι;…
Ἂς διευρύνουμε τὸν κύκλο. Ἐκτὸς ἀπ᾽ τὸν κατάλογο αὐτὸ ἀσώτων ποὺ ἀνέφερα, ὑπάρχει κ᾽ ἕναςἄλλος. Ἂς τολμήσω ν᾽ ἀνοίξω τὸν δεύτερο κατάλογο ἀσώτων.
Ἄσωτος εἶνε κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ σπαταλάει ὄχι μόνο χρήματα, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο ἀνώτερο ἀπὸ τὸ χρῆμακαὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἄσωτος εἶνε κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ σπαταλᾷ τὸ χρόνο του, τὰ χαρίσματά του (ὅπωςψάλλει σήμερα ὁ ὑμνῳδός, «…τῆς ψυχῆς τὰ χαρίσματα ἀσώτως διεσκόρπισα» δοξαστ. αἴνων Κυρ.Ἀσώτ.), τὰ πολύτιμα ἐκεῖνα πετράδιαποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν κάθε ἄνθρωπο κατ᾽ ἀναλογία, τὰ τάλαντάτου, ἐκεῖνος ποὺ μὲ καταχρήσεις ἐπιβαρύνει καὶ βλάπτει τὴν ὑγεία του (π.χ. ὁ ἀλκοολικός, ὁναρκομανής, ὁ καπνιστής, ὁ ἡδυπαθής, ὁ ἀσελγὴς καὶ ἀκόλαστος,ὁ κοιλιόδουλος καὶ τρυφηλός).Ὁτελευταῖος αὐτὸς χρησιμοποιεῖ τὸ σῶμα του ὄχι ὅπως θέλει ὁ Θεὸς ἀλλ᾽ ὅπως θέλει ὁ διάβολος. Ὁἀπόστολος σήμερα λέει, ὅτι τὸ κορμί μας δὲν τὸ ἐξουσιάζουμε, δὲν εἶνε δικόμας· τὸ κορμί μας πρέπεινὰ εἶνε σὰν μιὰ λαμπάδα ποὺ καίει μπροστὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Πῶς λοιπὸν χρησιμοποιοῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι τὸ κορμί, τὶς δυνάμεις καὶ τὶς αἰσθήσεις του; Φέρονται δυστυχῶς σὰν ἄσωτοι.
⃝ Ὁ Κύριος σοῦ ᾽δωσε τὰ μάτια γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ ὡραῖα ποὺ «ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ» (Ψαλμ. 134,6) καὶ νὰ τὸν δοξάζῃς, ὄχι γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ αἰσχρὰ καὶ ἀκατονόμαστα καὶ νὰ τὰχρησιμοποιεῖς γιὰ κακό· ἔτσι φέρεσαι σὰν ἄσωτος.
⃝ Σοῦ ᾽δωσε τὰ αὐτιὰ γιὰ ν᾽ ἀκοῦς τὸ εὐαγγέλιο,τὸν ἀπόστολο, τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, τὰ τροπάρια τῆςΜεγάλης Ἑβδομάδος, τὴ θεία λειτουργία, τὸ κήρυγμα, γιὰ ν᾽ ἀκοῦς τὴ συμβουλὴ τῆς μάνας καὶ τοῦπατέρα, ὄχι γιὰ νὰ τὰ τεντώνῃς σὲ ἀκούσματα ἀσεβῆ καὶ φθοροποιά. Ὅποιος χρησιμοποιεῖ τὴν ἀκοήτου γιὰ κακὸ εἶνε ἄσωτος.
⃝ Ἄσωτος εἶνε ἀκόμα ἐκεῖνος πού, ἐνῷ ὁ Θεὸς τοῦ ᾽δωσε χέρια καὶ μπορεῖ μ᾽ αὐτὰ νὰ κάνῃ τόσα καλά,χρησιμοποιεῖ τὰ χέρια γιὰ ἀτιμίες, κλοπές, πλεονεξίες, ἀνηθικότητες.
⃝ Ἄσωτος εἶνε κ᾽ ἐκεῖνος πού, ἐνῷ ἔχει πόδια καὶ μπορεῖ νὰ ἔρχεται στὴν ἐκκλησία τοὐλάχιστον μιὰφορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἐν τούτοις τὰ πόδια τά ᾽χει γιὰ τὸ διάβολο, ὄχι γιὰ τὸ Θεό, κ᾽ εἶ νε ζήτημα ἂνἐκκλησιάζεται μιὰ φορὰ τὸ χρόνο.
⃝ Ἄσωτος ἀκόμα εἶνε ἐκεῖνος πού, ἐνῷ ὁ Θεὸς τοῦ ᾽δωσε γλῶσσα κ᾽ ἡ γλῶσσα του ἔπρεπε νά᾽νε μιὰκιθάρα ποὺ θὰ ὑμνῇ τὸν Πλάστη, θὰ λαλῇ τὰ ὠφέλιμα καὶ θὰ συμβουλεύῃ τὰ πρέποντα, αὐτὸς κάνει τὴγλῶσσα ὄργανο ἁμαρτίας καὶ κεντάει σὰν τὸ σκορπιό. Μιὰ γλῶσσα ποὺ ψεύδεται,συκοφαντεῖ, κουτσομπολεύει,γλῶσσα ποὺ γίνεται πριόνι τοῦ διαβόλου, δυναμίτης, φωτιὰ τοῦ ᾅδου,γλῶσσα πρὸ παντὸς ποὺ βρίζει τὰ θεῖα, εἶνε ἄσωτη, κατασπαταλᾷ τὸ μεγάλο αὐτὸ προνόμιο ποὺδόθηκε στὸν ἄνθρωπο· προτιμότερο θά ᾽ταν νὰ ξερριζωθῇ. Ἔχουμε ὅμως καὶ κάποιο ἄλλο ἀγαθὸπού᾽νε ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα ὅσα εἴπαμε. Τὸ μεγάλο προνόμιο, ὁ θησαυρός μας, εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία, τὸ ὅτιἀναγεννηθήκαμε στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα.Καὶ ὅμως δὲν ἐκτιμοῦμε τὴν Ὀρθοδοξία· πολλοὶ τὴνἀνταλλάσσουν μὲ διάφορες αἱρέσεις.Αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι ἄσωτοι· μοιάζουν μὲ τὸν ἀνόητοἐκεῖνον, ποὺ ἔχει χρυσᾶ νομίσματα καὶ τὰ ἀνταλλάσσει μὲ εὐτελῆ χαλίκια. Ἰδού, ἀγαπητοί μου, ὁκύκλος τῆς ἀσωτίας.
Ἐγώ, ἀδελφοί μου, θαυμάζω πῶς ὁ Ἐσταυρωμένος μᾶς ἀνέχεται, πῶς ἀκόμη μᾶς ἀγαπᾷ! Λέει σήμεραγι᾽ αὐτὸν ὁ ὡραῖος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας· «ὁ δι᾽ ἐμὲ ἐν σταυρῷ τὰς ἀ χράντους σου χεῖρας ἁπλώσας,ἵνα τοῦ δεινοῦ θηρὸς ἀφαρπάσῃς με» (δοξ. αἴν.)· ἅπλωσες, λέει, τὰ ματωμένα χέρια σου, γιὰ νὰ μ᾽ἁρπάξῃς ἀπ᾽ τὸ στόμα τοῦ φοβεροῦ θηρίου. Καὶ ἐνῷ ὁ Χριστὸς μὲ ἀνοιχτὰ τὰ χέρια μᾶς καλεῖ ὅλουςστὴν ἀγκάλη του, ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ τὸν πλησιάσουμε, ἐξακολουθοῦμε νὰ ἀσωτεύουμε. Πόσα κέντρα διαφθορᾶς, πόσες πορνεῖες, πόσα καζῖνα, πόσες χαρτοπαιξίες, πόσες παράνομες συμβιώσεις, πόσες ψευδορκίες, πόσες κλοπές, πόσες ἀδικίες, πόση αὐθάδεια, πόσες ὕβρεις, πόσες βλαστήμιες! Ἀπορῶ πῶς δὲν ἀνοίγουν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ νὰ πέσῃ φωτιά, πῶς τὰ ποτάμια δὲν φουσκώνουν νὰ μᾶς πνίξουν, πῶς δὲν γίνεται σεισμὸς καὶ νὰ μὴν ἀφήσῃ τίποτα ὄρθιο, πῶς δὲν ἀνοίγει ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ τὰ σκουλήκια. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε».
Ἀλλὰ ἕως πότε; Ἂς μετανοήσουμε , ἀγαπητοί μου. Εἴμαστε ὅλοι ἄσωτοι· διαβάτες ποὺ ἔχασαν τὸ δρόμο τους, πρόβατα ποὺ ἔχασαν τὴ στάνη καὶ τὸν ποιμένα τους, ναυαγοὶ στ᾽ ἄγριακύματα. Ὁ δρόμος εἶνε ὁ Χριστός, ὁ βοσκός μας εἶνε ὁ Χριστός, ὁ πατέρας μας εἶνε ὁ Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄσωτοι ἂς γυρίσουμε σ᾽ αὐτόν.
Ἂς μιμηθοῦμε τὸν Ἄσωτο. Ὅπως τὸν μιμηθήκαμε στὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὸν μιμηθοῦμε τώρα στὴ ζωὴ τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς. Ἂς πέσῃ ἕνα δάκρυ ἀπ᾽ τὰ μάτια μας.
Ἄγγελος σήμερα περιφέρει δίσκο, τὸ δίσκο τῆς μετανοίας· δὲν ζητάει τὰ λεφτά μας, ζητάει τὰ δάκρυά μας. Κλάψαμε πολλὲς φορὲς καὶ γιὰ πολλὲς αἰτίες, μὰ δὲν κλάψαμε ποτέ γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά μας. Ἕνα δάκρυ μετανοίας, σὰν τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, αὐτὸ περιμένει ὁ Κύριος.
Ἂς κλάψουμε λοιπόν! Τί εἴμαστε, πέτρες; τίποτα δὲν μᾶς συγκινεῖ; Ἂς κλάψουμε γιὰ τὶς πορνεῖες μας, γιὰ τὶς μοιχεῖες μας, γιὰ τὶς πλεονεξίες μας, γιὰ τὶς ἀδικίες μας, γιὰ τὶς βλασφημίες μας, γιὰ τὶς ἁμαρτίες πού ᾽νε σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης καὶ σὰν τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας. Ἂς πέσουμε μπροστὰ στὸνἘσταυρωμένο. Ἕνα δάκρυ τὸ παίρνει ὁ ἄγγελος, τὸ πάει στὰ οὐράνια, καὶ γίνεται διαμάντι μπροστὰ στὸ Θεό. Κι ἂς ποῦμε ὅλοι σήμερα μικροὶ καὶ μεγάλοι· «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου»(Λουκ. 15,21)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος - Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Τριῶν ἹεραρχῶνΚαισαριανῆς Ἀθηνῶν τὴν 1-3-1964
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου