Οἱ ῞Αγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἦταν γέννημα καί θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν ᾿Αψαράδων στά ᾿Ιωάννινα, ἕναν οἶκο πού διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στή ζωή τῆς ᾿Ηπειρωτικῆς πρωτεύουσας.
᾿Αρχικά τό ἐπώνυμο ξεκίνησε ὡς ᾿Οψαρᾶς154 καί σημαίνει τόν ἰχθυοπώλη, ἀπό τό ὄψον-ὀψάριον-ψάρι155. ᾿Από τή διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαρᾶς] κατά φωνητική ἀλλοίωση προῆλθε τό [ἀψαρᾶς] καί ἐξ αὐτοῦ καί τό ἐπώνυμο ᾿Αψαρᾶς. ᾿Αργότερα ἀπό τό ὀψαρᾶς προῆλθε τό ὁ ψαρᾶς.
῎Εντονη εἶναι παρουσία καί ἀνάμειξη μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν ᾿Αψαράδων στά πολιτικά πράγματα τῆς ᾿Ηπείρου, κατά τή διάρκεια τῆς ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (1366-7/1384). ᾿Αναφέρεται ὁ Μιχαήλ ᾿Αψαρᾶς «ἄνδρας ἐπίβουλος, καταδότης καί φαῦλος», τόν ὁποῖο ἐτίμησε γιά τίς ὑπηρεσίες του ὁ τύραννος μέ τό ἀξίωμα τοῦ πρωτοβεστιάριου. Μετά τή δολοφονία τοῦ Πρελιούμποβιτς, ὁ Μιχαήλ ᾿Αψαρᾶς συλλαμβάνεται, τυφλώνεται καί κατόπιν ἐξορίζεται. ᾿Αντίθετα ὁ συγγενής του Θεόδωρος ᾿Αψαρᾶς καλεῖται ὡς σύμβουλος ἀπό τή χήρα τοῦ δυνάστου Μαρία ᾿Αγγελίνα Παλαιολογίνα καί «...ἐντίμως τόν ἀποστάτην θάπτουσι καί τόν ἀδελφόν αὐτῆς τόν βασιλέα ᾿Ιωάσαφ εἰσφέρουσιν...».
Οἱ δύο ῞Οσιοι ἐγεννήθησαν στά ᾿Ιωάννινα, στά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ ἴδιοι ξεκινοῦν τήν αὐτοβιογραφία τους ἀπό τή στιγμή πού ἀφιερώθηκαν στόν Θεό, χωρίς νά κάνουν καμία μνεία γιά τήν ἀρχοντική καταγωγή τους, τήν ἀνατροφή, τή μόρφωση καί τήν περιουσία τους.
Οἱ γονεῖς τους καί οἱ τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύθηκαν τό μοναχικό σχῆμα καί κατοικοῦσαν σέ κάποιο κελλί κοντά στό χωριό τοῦ νησιοῦ. Τό ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν ῾Οσίων πιθανότατα εἶναι Μαγδαληνή156.
Οἱ δύο αὐτοί ἀδελφοί Νεκτάριος καί Θεοφάνης, οἱ ᾿Αψαράδες, ἔλαβαν μιά ἀξιόλογη γιά τήν ἐποχή τους παιδεία στήν περίφημη μονή τῶν Φιλανθρωπηνῶν ἐπί γουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνοῦ. ῞Ομως, τά πλούτη, δόξα, ἱκανή μόρφωση ἐστάθηκαν ἀδύνατα νά νικήσουν τή θεϊκή τους ἀγάπη. Σέ πολύ νεαρή λικία, οἰστρηλατημένοι ἀπό τό θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στό μοναχισμό ξεκινώντας ἀπό τήν ᾿Ηπειρωτική πρωτεύουσα καί δικαιώνοντας τό χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τό ἱερό μοναχικό σχῆμα περιεβλήθησαν κατά τό 1495 ἀπό κάποιον ῞Οσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο († 3 Φεβρουαρίου). Κοντά του ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στό ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Νήσου τῶν ᾿Ιωαννίνων μέχρι τήν κοίμησή του, στίς 9 ᾿Απριλίου 1505, συλλέγοντας τούς καρπούς τῆς συχαστικῆς ζωῆς.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀνεχώρησαν γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος, στήν ἀστείρευτη πηγή τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, γιά νά ἀντλήσουν νέα στηρίγματα γιά τήν κατοπινή τους μοναχική πορεία. Στό «περιβόλι τῆς Παναγίας» ἔγιναν δεκτοί ἀπό τόν πρώην οἰκουμενικό Πατριάρχη Νήφωνα Βύ, ὁ ὁποῖος ἐμόναζε στή μονή Διονυσίου μετά ἀπό τήν τρίτη ἐκλογή του τό 1502.
Κατά τό διάστημα τῆς σύντομης παραμονῆς τους στή μονή Διονυσίου ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν ἁγιασμένο καί φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή, Πατριάρχη Νήφωνα, «ὅρο καί κανόνα μοναχικῆς καταστάσεως». ᾿Αφοῦ μέ τή διδασκαλία του ἐκπλήρωσε τίς ἐπιθυμίες τους καί μέ τήν ἀγαθή καρδιά του τούς ὅπλισε μέ τά ἀπαραίτητα ἐφόδια γιά τήν πνευματική τους σωτηρία, τούς συμβούλεψε νά ἐπιστρέψουν στό κελλί τῆς μετανοίας τους, συνεχίζοντας ἐκεῖ τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες τους.
῾Υπακούοντας στίς παραινέσεις καί στίς ἐντολές τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος, πού ἐστάθηκε γι᾿ αὐτούς δεύτερος πνευματικός πατέρας, καί μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι δέν θά παρέκκλιναν ἀπ᾿ ὅσα τούς παρήγγειλε, ἐγύρισαν στό κελλί τους, στό νησί τῶν ᾿Ιωαννίνων.
᾿Επειδή ὅμως τό εὑρῆκαν κατειλημμένο ἀπό κάποιους κοσμικούς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καί κτιτορικά δικαιώματα ἐπάνω του, ἀναγκάστηκαν νά τό ἐγκαταλείψουν γιά δεύτερη φορά. Κατέφυγαν στά ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου εὑρῆκαν, κατά τήν ἐπιθυμία τους, τόπο κατάλληλο γιά συχία καί ἄσκηση, κοντά σέ κάποιο ἄλλο μισοερειπωμένο καί ἔρημο συχαστήριο, ἀφιερωμένο στόν ῞Αγιο Παντελεήμονα. Αὐτό ἦταν κτισμένο σέ μία σπηλιά, ἐπάνω ἀπό τή λίμνη, ὅπου τά νερά της εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στήν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μιά πελώρια «Γούβα», ὅπως τοπικά ὀνομαζόταν.
Πρίν πολλά χρόνια εἶχε ἁγιάσει στόν τόπο αὐτό ἕνας περίφημος γιά τήν ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ ᾿Αντώνιος. Δέκα ὀκτώ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος στό κελλί καί εἶχε προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τήν πολλή του καθαρότητα μέ διορατικό χάρισμα.
Εὐθύς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Μητροπολίτη ᾿Ιωαννίνων τήν εὐλογία του καί τήν ἔγγραφη ἄδειά του γιά τήν ἀνέγερση νέου συχαστηρίου. Γιά περισσότερη ἀσφάλεια ἐζήτησαν καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Αύ (1503-1504, 1504-1513). ᾿Εκεῖνος μέ ἰδιόγραφο πατριαρχικό γράμμα του ἐστήριξε τίς προσπάθειές τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μέ τή διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καί ὁ Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δέν θά τούς ἐμπόδιζε στό θεάρεστο ἔργο τους.
᾿Αφοῦ ἐξασφάλισαν τήν ἀπαιτούμενη ἄδεια καί ἔγκριση, προχώρησαν ἀμέσως στήν ἀνέγερση ναοῦ καί στό κτίσιμο κελλιῶν. ῾Η κτιτορική δημιουργία στήν πράξη ἀποδείχθηκε ἕνας μεγάλος καί κοπιαστικός ἀγώνας. ῞Ολη τήν μέρα οἱ ῞Οσιοι ἐδούλευαν νά κόψουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ βράχου, νά γεμίσουν μέ χῶμα καί πέτρες τή γούβα, γιά νά ἀρχίσουν κατόπιν τό κτίσιμο. Τελικά κατά τό 1506/1507 ἀνήγειραν μέ προσωπικά τους ἔξοδα τό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί μαζί μ᾿ αὐτόν, σέ σύντομο χρονικό διάστημα, ἐπερατώθηκε καί ἀνέγερση τῶν κελλιῶν καί τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων οἰκοδομῶν.
Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἑνός ἀκόμα μοναστηριοῦ. Μετά τήν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό νησί, ἀνήγειραν γιά τίς ἀδελφές τους καί τούς γονεῖς τους τό μοναστικό συχαστήριο τοῦ ῾Αγίου Νικολάου στό Λεπενό.
῾Η ἱερά μονή ῾Αγίου Νικολάου Λεπενοῦ μέ τή διαθήκη τῶν κτιτόρων ἐκληροδοτήθηκε στήν ἱερά μονή Βαρλαάμ. Αὐτήν τήν ἐχρησιμοποιοῦσε ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. ὡς Μετόχι καί ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, πού ἐφρόντιζαν τά κτήματα τῶν ᾿Αψαράδων στήν Οὐσδίνα.
῾Η πορεία τους συνεχίσθηκε μέ δοκιμασίες. ῾Η τελευταία ἐπίθεση ἐναντίον τους ἦταν πιό ἐπώδυνη. Τά βέλη δέν προέρχονταν ἀπό τούς ἀλλόπιστους Τούρκους, ἀλλά ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους τούς ἐκκλησιαστικούς καί κοσμικούς ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιά λόγους τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στήν αὐτοβιογραφία τους, δέν ἠθέλησαν νά κοινοποιήσουν.
Βλέποντας λοιπόν ὅλη αὐτή τή δοκιμασία, τόν πόλεμο καί τήν κακία τῶν ἐχθρῶν νά αὐξάνεται ἦλθε στό νοῦ τους συμβουλή τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους, τοῦ ῾Αγίου Νήφωνος, πού προορατικά τούς εἶχε πεῖ· «῞Οταν καταλάβῃ ὑμᾶς πειρασμός, μή ἀντιστῆτε αὐτῷ, ἀλλά ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καί εἰρηνεύσετε».
Πράγματι μετά ἀπό τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς στους στά ᾿Ιωάννινα ἐγκατέλειψαν ὁριστικά πιά τή νεόκτιστη μονή τους καί μετέβησαν κατά τό 1510/11 στούς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τή νέα ἑστία γιά τήν ἀσκητική τους τελείωση.
Τούς ἐδόθηκε ἀπό τούς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στύλος τοῦ ἱεροῦ Προδρόμου, ὅπου καί παρέμειναν γιά ἑπτά χρόνια.
῾Η στενότητα ὅμως τοῦ βράχου καί τό ἀνθυγιεινό κλίμα ἀπό τούς δυνατούς ἀνέμους δέν τούς ἐπέτρεψε νά παραμείνουν περισσότερο ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτό καί ἐστράφησαν στήν ἀναζήτηση καταλληλότερου χώρου. ᾿Από τό πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τούς εἵλκυσε περισσότερο ἕνας πλατύς καί εὐάερος λίθος, συχαστικός καί ἀρκετά εὐρύχωρος, κατάλληλος γιά κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. ῾Η ἐπωνυμία αὐτή ἦταν παρμένη ἀπό τόν πρῶτο ἐρημίτη-οἰκιστή, πού ἐσκαρφάλωσε καί ἐγκαταβίωσε στήν ἀπάτητη αὐτή κορυφή.
Στό βράχο λοιπόν τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτικά ἔρημος καί ἀκατοίκητος πρίν ἀπό πολλά χρόνια, οἱ δύο ῞Οσιοι ἀνέβηκαν καί ἐγκαταστάθηκαν μέ τήν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καί τοῦ τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τόν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1517/18.
᾿Αμέσως μετά τήν ἀνάβασή τους στό βράχο ἄρχισαν τίς οἰκοδομικές τους ἐργασίες, γιατί δέν σώζονταν τίποτε ἀπό τά παλαιότερα κτίσματα. ᾿Αφοῦ ἔκτισαν μερικά πρόχειρα κελλιά γιά κατοίκηση, πρώτη τους δουλειά ἦταν νά ἀνεγείρουν τόν τέλεια ἐρειπωμένο ναό. ᾿Από τό παλαιό ἐκκλησάκι, πού ὁ ἐρημίτης Βαρλαάμ εἶχε ἀφιερώσει στούς ῾Αγίους Τρεῖς ῾Ιεράρχες, ἐσώζοντο μόνο μερικά ἑτοιμόρροπα τμήματα ἀπό τό ῞Αγιο Βῆμα, πού ἐξυπηρετοῦσαν τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες γιά ἀρκετό καιρό.
Γι᾿ αὐτό, μέ ἀνεξάντλητους σωματικούς κόπους καί ταλαιπωρίες, μέ τήν ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν ῾Οσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καί Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μαζί τους, καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, προχώρησαν στήν ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ ναοῦ.
Γιά περισσότερα ἀπό τριάντα χρόνια ἀπαρασάλευτη ἐφύλαξαν τήν ἀκολουθία τῶν θείων ὕμνων καί προσευχῶν, τήν ὁλονύκτια ἀγρυπνία τῶν Κυριακῶν, καθώς καί κάθε ἄλλης δεσποτικῆς ἑορτῆς ἤ καί μνήμης μεγάλου ῾Αγίου, ἐνῶ κατά τίς ὑπόλοιπες μέρες τῆς ἑβδομάδος τό ἥμισυ τῆς νυκτός τό εἶχαν ἀφιερώσει στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. ῾Η δέ καθημερινή τους δίαιτα ἦταν ὑπερβολικά ἀσκητική καί ἀδιάπτωτη.
Τό 1542 ἐθεμελίωσαν τό ναό τῶν ῾Αγίων Πάντων. Στίς 17 Μαΐου τοῦ 1544 μέρα Σάββατο, τήν ἐνάτη βυζαντινή ὥρα ὁ ναός τῶν ῾Αγίων Πάντων ὁλοκληρώθηκε.
᾿Εν τῷ μεταξύ, ὁ ῞Οσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθενής στό κρεβάτι καί ἐξαντλημένος ἀπό τήν ἀσθένειά του εὑρισκόταν στά πρόθυρα τοῦ θανάτου του. Καί, ἐνῶ ὅλοι οἱ συμπαραστεκόμενοι ἀδελφοί καί πατέρες γύρω του ἔκλαιγαν καί ἐθρηνοῦσαν καί μέ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τόν κατανυκτικό Παρακλητικό Κανόνα, ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ξαφνικά ἕνα ὑπέρλαμπρο καί διαυγέστατο ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπό τό κελλί τοῦ ῾Οσίου καταλάμποντάς το μέ ὑπερκόσμιο φῶς! Μέ τή δύση τοῦ λίου ψυχή τοῦ ῾Οσίου Θεοφάνους μετέστη στίς αἰώνιες μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καί τό ὑπερφυσικό ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης δόξας πού τόν περίμενε στήν οὐράνια πολιτεία. ῞Εξι χρόνια ἀργότερα, δεύτερη μέρα τῆς Διακαινησίμου, στίς 7 ᾿Απριλίου τοῦ 1550, ἀναπαύθηκε καί ὁ ῞Οσιος Νεκτάριος. ῾Ο τάφος τους καί τά ἅγια λείψανά τους, τό δεξί χέρι τοῦ ῾Οσίου Νεκταρίου καί τό ἀριστερό χέρι τοῦ ῾Οσίου Θεοφάνους μέ ἄφθαρτο τό δέρμα ἐπί τῶν ἁγίων ὀστῶν τους, ἀποτελοῦν πηγή δυνάμεως γιά τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς καί τούς εὐλαβεῖς προσκυνητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου