Χθές Απεγνωσμένα θρηνούσαμε:
Πώς νά σέ κηδεύσω,
Φως, πού έμοιαζες Αδυτο;
Πώς νά σέ κηδεύσω,
Ζωή, πού σέ πίστεψα Αθάνατη;
Πώς νά σέ κηδεύσω,
Βασιλιά μου-Θεέ, πού Αβασίλευτος έμοιαζες;
Πώς έφυγες, πώς έδυσες; φωνάζαμε χθες.
Πώς νά ζήσουμε;
Πώς θές νά ζήσω τώρα εγώ, σώμα χωρίς κεφάλι;
Πάρ’ τή ζωή πού μοϋ ’δωσες κι Αφάνισε με πάλι!
Χθές Απεγνωσμένα ρωτούσαμε:
Ποιος μπορεί νά σέ ξυπνήσει,
Λιοντάρι, πού κοιμήθηκες;
Ποιος μπορεί νά σέ φωτίσει,
'Ήλιε, πού σκοτείνιασες;
Ποιος μπορεί νά σέ φέρει πίσω,
Ελπίδα, πού έσβησες;
Και σήμερα;
Τί συνέβη, Αδελφοί;
Ποιος τή ζωή Γιορτή έκανε;
Ποιος μάς καλεΐ νά ελπίζουμε;
Ποιος ιατρεύει τό παν;
Πώς - Ποιος σήμερα τά σκοτάδια διέλυσε;
Πώς - Ποιος σήμερα ξύπνησε τή Ζωή άπ’ τούς τάφους; Γιατί σήμερα πανηγυρίζει όλη ή κτίση;
Ότι άνέστη Χριστός!
Άνέστη Χριστός! δηλαδή άνέστη τό Πάν.
Άνέστη Χριστός! δηλαδή άνέστη τό Σύμπαν.
Άνέστη Χριστός! δηλαδή άνέστη ό άνθρωπος.
Άκοϋς;
Άνέστη Χριστός! δηλαδή εσύ,
δηλαδή εγω,
δηλαδή όλοι αυτοί γιά τούς οποίους θρηνούμε. Δηλαδή άπαντες:
κι εσύ ό εγκρατής κι έγώ ό ράθυμος.
Κι έσύ πού νήστεψες κι εγώ πού δέ νήστεψα. Κι έσύ ό πλούσιος κι εγώ ό πάμφτωχος.
Κι έσύ ό έργασάμενος άπό της πρώτης ώρας κι έγώ πού μόλις έφτασα την ένδεκάτη.
Όλοι... κοιμηθήκαμε με κατασκότεινα πρόσωπα καί ξυπνήσαμε ολόφωτοι!
Άνέστη Χριστός! δηλαδή κι έσύ ό πρώτος κι έγώ ό τελευταίος.
Ό,τι συνέβη σ’ Εκείνον, συμβαίνει καί σέ μάς. Ό,τι άφορά Εκείνον, άφορά καί μάς.
Ό,τι δοξάζει Εκείνον, δοξάζει καί μάς.
Έκτοτε, ή Ανάσταση τού Χριστού διαποτίζει όλο τό είναι μας.
Περνάει έκεΐ πού δέ βλέπουμε: στα έγκατα τής ύπαρξής μας, καί τα φωτίζει καί τά γλυκαίνει.
Περνάει στην καθημερινή μας ζωή καί νοηματοδοτεϊ τά πάντα άλλιώτικα.
Ό πόνος, ή μοναξιά, ή έγκατάλειψη, τά δάκρυά μας, τά δράματά μας, τά κοιμητήριά μας, όλα όσα μάς θλίβουν, έκτοτε δέν είναι τέρμα.
Είναι δρόμοι...
Όδοί ζωής πού οδηγούν στο τέρμα, δηλαδή στή Ζωή!
Τώρα ή βασιλεία μας δέν έχει τέλος, άφοΰ καί τής βασιλείας Αύτοϋ
ούκ έσται τέλος.
Τώρα καμιά ταφόπετρα
δεν μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο,
άφοΰ καμιά ταφόπετρα
δεν μπόρεσε νά κρατήσει τό Χριστό!
Δεν είναι άνθρώπινα λόγια αυτά.
Μάς βεβαιώνουν οί ’Άγγελοι, όταν ρωτούν:
Τί ζητείτε τον Ζώντα μετά τών νεκρών;
Γιατί ψάχνετε Αυτόν πού ζεΐ μαζί μ’ αυτούς πού έχουν πεθάνει;
Μάς βεβαιώνουν οί ’Άγγελοι, όταν παρήγορα μάς Αποκαλύπτουν:
Ούκ έστιν ώδε άλλ’ έγήγερται!
Δεν είναι εδώ!
Τό μνημείο είναι κενό!
Άκοϋς;
Δεν είναι εδώ ό Χριστός!
Κι άφοΰ δεν είναι ό Χριστός,
δεν είναι ούτε αυτοί πού μάς έφυγαν!
Δέν είναι εδώ αυτός πού ψάχνω καί θρηνώ...
Δεν είναι εδώ αυτός πού ψάχνεις καί θρηνείς... Άκοϋς;
’Άδικα μουσκεύουμε τη γη, με δάκρυα.
Ούκ έστιν ώδε άλλ έγήγερται, καθώς είπε.
Ό Χριστός, πολλές φορές, στην επίγεια ζωή Του στήριξε αύτούς πού Απαρηγόρητα πενθούσαν: Πορεύου, ό υιός σου ζη! είπε στον άνθρωπο τής βασιλικής αύλής.
Άναστήσεται ό άδελφός σου!
Έγώ είμι ή Άνάστασις και ή Ζωή!
Ο πιστεύων εις εμέ, καν άττοθάνη, ζήσεται! είπε στη Μάρθα.
Ούκ άπέθανε, αλλά καθεύδει τό κοράσιον! είπε στον Ίάειρο.
Θαρσειτε, τριήμερος γάρ εγείρομαι εις άγαλλίασιν πιστών και εις ζωήν την αιώνιον!
Όμως κανείς δεν άκουγε.
Κι αν άκουγε, κανείς δεν κατανοούσε. Κανείς παρά μόνον ή Παναγία.
Γι’ αυτό Εκείνη δεν τρέχει στον τάφο Του,
όπως οί μαθήτριες,
όπως ό Πέτρος κι ό Ιωάννης.
Εκείνη ξέρει πώς ό τάφος είναι άδειος. Ξέρει πώς ό Χριστός με την Ανάστασή Του Ακύρωσε όλους τούς τάφους.
Ξέρει πώς άνέστη ό Υιός της καί νεκρός ούδεις έπί μνήματι!
Δεν είναι Ανθρώπινα λόγια αυτά... άβάσιμα καί πρόχειρα.
Ό ίδιος ό Κύριος μάς βεβαιώνει πώς σκύβει στοργικά καί έμφυσά ζωή στά οστά τά ξηρά καί γεγυμνωμένα!
Ό ίδιος ό Κύριος μάς βεβαιώνει, Απευθυνόμενος στούς κεκοιμημένους: «Ακούστε με, τά οστά τά στεγνωμένα... Ακούστε με...
Ιδού εγώ θά Ανοίξω τά μνήματά σας καί θά σάς βγάλω άπό κεί...
Καί θά έμφυσήσω σε σάς πνοή ζωής.
Καί θά σάς δώσω ξανά νεύρα καί δέρμα. Καί θά δώσω τό πνεύμα μου σε σάς καί γιά πάντα θά ζείτε!»
Ή απέραντη αγάπη τού Θεού... πού μετά τη, ζωή χαρίζει πάλι Ζωή!
Ωραιότερη και τελειότερη άπό την πρώτη καί αίωνία! Χαρίζει και πάλι σώματα!
Ωραιότερα και τελειότερα και αιώνια!
Σώματα τα αυτά άλλ’ ούκ αυτά!
Πού δέ θά πεινούν, πού δέ θά πονούν και πού δέ θά γερνάνε...
Σώματα ίδια μέ τού Χριστού πού θά διέρχονται κεκλεισμένων τών θυρών!
Ή άπέραντη άγάπη τού Θεού...
πού δέ μάς έ'κανε δούλους, άλλά ελεύθερους!
Πού δέ μάς έ'κανε θνητούς, άλλά άθάνατους!
Πού μάς έδωσε τή δυνατότητα νά μην άφήνουμε πίσω μας οστά ξηρά, νεκρή ύλη, άλλά άγια λείψανα!...
’Ιαματικά και μυρόβλητα!
Άνέστη Χριστός!
φωνάζουν οί κάρες τών άγιων
πού άγρυπνούν γιά τον κόσμο.
Άνέστη Χριστός!
φωνάζουν τά τίμια μέλη τους πού θαυματουργούν και πριν και μετά τό θάνατό τους.
Άνέστη Χριστός!
φωνάζουν άκόμα και τά προσωπικά τους άντικείμενα πού συχνά εύωδιάζουν και θαυματουργούν.
Γιατί, λέει ό άγιος ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος,
ή θεραπεύουσα δύναμις
άπό ψυχής εις σώματα,
και άπό σωμάτων εις ίμάτια,
και άπό ίματίων εις ύποδήματα,
και άπό υποδημάτων εις σκιάς έκτρέχει!
Προσπέσωμεν τοίς Λειψάνοις!
"Ας άγκαλιάσουμε τις λειιμανοθήκες.
"Ας άγκαλιάσουμε τούς άγιους...
"Ας μπούμε στη, σκιά τους,
όπως έμπαιναν οί άσθενείς
στη, θεραπεύουσα σκιά τοϋ άποστόλου Πέτρου.
Είναι τεκμήρια τής Ανάστασης οί άγιοι!
Στα σώματά τους, λέει ό Μέγας Βασίλειος, παρεδρεύει ή Χάρη.
Είναι καμπάνες οί άγιοι, τάλαντα, σήμαντρα πού ηχούν, πού μελωδούν άναστάσιμα:
Θάνατος ούκ έσται ετι, δεν ύπάρχει πιά!
Ό τρόπος πού έζησαν, ό τρόπος πού πέθαναν, ό τρόπος πού έρχονται, όταν τούς επικαλούμαστε, φέρνει σε μάς τό πιο παρήγορο μήνυμα πού έλαβε ό κόσμος: Χριστός άνέστη!
Καί οί άπανταχού ορθόδοξοι,
Ρώσοι, Σέρβοι, Έλληνες, Ρουμάνοι,
Κρυπτοχριστιανοί σκορπισμένοι σ’ όλη τη γη, άπαντοΰν: Αληθώς άνέστη!
Και ύψώνουν τις λαμπάδες τους να πάρουν 'Άγιο Φώς! Πανάγιο Φώς άπό τον Πανάγιο Τάφο πού κάθε χρόνο στούς ’Ορθοδόξους χαρίζεται.
Γι αύτό ή Ανάσταση είναι τών ’Ορθοδόξων ή βασιλική γιορτή! Γι’ αύτό οί ’Ορθόδοξοι συνεορτάζουν.
Λαμπροφορούν.
’Ελπίζουν.
Χαίρονται τών άθανάτων τη Χαρά πού δεν είναι εκ τού κόσμου τούτου.
Όπως χαίρονταν οί Μάρτυρες οδηγούμενοι στο Μαρτύριο. Σάν άθάνατοι!
Με τη βαθιά πεποίθηση ότι πήγαιναν γιά νά ζήσουν και όχι γιά νά πεθάνουν!
Γι' αυτό, ό άγιος Σεραφείμ τού Σαρώφ στήριζε τόν κόσμο πάντα μέ τόν ίδιο χαιρετισμό:
Χριστός άνέστη, χαρά μου!
Γι’ αύτό, ζήτησε νά γράψουν πάνω στό μνήμα του:
«όταν πεθάνω, νά έρχεστε στον τάφο μου, κι όσο συχνότερα, τόσο καλύτερα.
Νά μοϋ μιλάτε, όπως όταν ήμουν ζωντανός και θά σάς άκούω.
Νά άδειάζετε όλη την πίκρα σας πάνω μου και θά την παίρνω.
Γιατί ζώ και θά ζώ παντοτινά!»
Γέροντα, τί θά κάνουμε, όταν πεθάνεις; κι ό γέροντας Πορφύριος απαντούσε: έγώ έδώ θά είμαι πάλι και θά σάς άκούω τότε πιο καλά άπό τώρα, όμως έσεις θά μέ φωνάζετε;
Σάς συμφέρει νά φύγω, έλεγε ό Γέροντας Παΐσιος.
Τώρα παρακαλάω κι έγώ, όπως παρακαλάτε κι έσεις.
Πάσχω, γιά νά είσακουσθώ...
Μπορεί νάναι Λαμπρή, Διακαινήσιμος, όλος ό κόσμος νά τρώει κι έγώ νά κάνω ένάτες.
"Ομως, τότε, άπλά θά μιλάω, θά μεταφέρω ό,τι μοϋ λέτε και θά γιατρεύονται οί πόνοι σας.
Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά την κοίμησή τους, διακόσια χρόνια μετά...
Αιώνες μετά....
μπορεί νά πεί κανείς ότι είναι νεκρός ό άγιος Πορφύριος, ό άγιος Παΐσιος, ό άγιος Σεραφείμ, ό άγιος Νικόλαος, ή άγια Παρασκευή;
Οι χιλιάδες άγιοι...
πού ζοϋν καί θά ζούν παντοτινά;
Μπορεί νά πεί κανείς ότι είναι νεκρά ή άγια Μαρίνα, πού αύτοσυστήθηκε στους γιατρούς:
Marina from Andros
και συμμετείχε στο χειρουργείο
τού μικρού Άνδρέα, στην Αμερική;
Μπορεί νά πει κάνεις ότι είναι νεκρός ό άγιος Νεκτάριος, πού, όταν οί Ρουμάνοι έψαξαν νά βρουν ποιος ήταν ό ιερέας
πού έμεινε γιά μιά βδομάδα στο χωριό τους, βάπτισε όλα τ’ άβάπτιστα κι άθόρυβα εξαφανίστηκε, είδαν έκπληκτοι νά ύπογράφει στο βιβλίο της εκκλησίας: ό Πενταπόλεως Νεκτάριος!
Μπορεί νά πει κανείς πώς πέθανε ό άσημένιος καβαλάρης, ό άη Γιώργης, πού 'Έλληνες και Τούρκοι στέκονταν άκίνητοι, γιά νά περάσει;
Μπορεί νά πεί κανείς ότι είναι νεκρά ή Παναγία;
Μπορεί νά πει κανείς ότι πέθανε Αυτή, πού οί τουρκάλες τάν άποκαλοΰν Μαριέ μανά, Μαρία Μάννα;
Ό άδειος τάφος της, τά θαύματά της, οί εικόνες της πού μυροβλύζουν, τά εικονοστάσια της πού ευωδιάζουν, οί πολύτιμοι λίθοι πού την κοσμούν, όλα... μαρτυρούν πώς υπάρχει Ανάσταση!
Όλα βοοΰν: άληθώς άνέστη ό Χριστός!
Τώρα άπό παντού έκχέεται έλεος.
Από παντού άνατέλλει συγγνώμη.
Γιατί Ανάσταση καί συγγνώμη πάνε μαζί.
Δεν υπάρχει τό ένα χωρίς τό άλλο.
Δε γίνεται νά πιστεύω στάν Ανάσταση καί νά μά σού συγχωρώ τά πάντα!
Δέ γίνεται νά πιστεύεις στήν Ανάσταση, και νά μη, μοΟ συγχωρείς τά πάντα!
Αύτός πού δέ συγχωρεί, δέν άγαπάει.
Κι αυτός πού δέν άγαπάει,
δέν ανήκει στούς ζώντες.
Είναι ήδη, νεκρός!
’Έχει ήδη πεθάνει τον άμετάκλητο θάνατο, τον χωρίς λυτρωμό.
Καί δέν εύθύνεται ή φύση μας γι’ αύτό, γιατί ή φύση μας είναι άθάνατη.
Εύθύνεται όμως ή θέλησή μας, ή επιλογή μας νά χωριστούμε άπό τον άδελφό, δηλαδή νά χωριστούμε άπό τό Θεό.
Αδελφοί μου,
όταν λέμε «Αληθώς άνέστη», επιλέγουμε τρόπο ζωής.
Επιλέγουμε νά μήν κατεβοΰμε άπ’ τό σταυρό,
ακόμα κι άν μπορούμε νά τό κάνουμε.
Επιλέγουμε νά συγχωρήσουμε
αύτούς πού μάς ένέπαιξαν,
αυτούς πού αντί γιά νερό μάς έδωσαν όξος.
Επιλέγουμε νά προσευχηθούμε εκ βαθέων
γι’ αύτούς πού μάς έθλιψαν έως θανάτου...
Αδελφοί μου, όταν λέμε «άληθώς άνέστη», επιλέγουμε τό Χριστό!
Νά συνταφούμε καί νά συνδοξαστοΰμε μαζί Του. Νά άφήσουμε πίσω μας, αντί άλλης περιουσίας, άγια λείψανα!
καί νά γραφεί τ’ όνομά μας, γιά πάντα, στά δίπτυχα τών Ζώντων!
Άνέστη Χριστός!
Η τών άπάντων Ζωή!
Οί τάφοι κενοί!
Τά σύμπαντα γεμάτα Θεό!
Τοΰ ελέους Του πλήρης ή γη!
Τώρα χιλιάδες σήμαντρα,
χιλιάδες τάλαντα,
χιλιάδες στόματα,
χιλιάδες πουλιά,
χιλιάδες αναμμένες λαμπάδες
βοοΰν την πιο παρήγορη άλήθεια:
Ό Θεός Αγάπη έστί!
Καί ή Αγάπη
δέ δύναται
νά μη συγχωρήσει!
Ή Αγάπη,
δέ δύναται
νά μην άναστηθεΐ!
Άνέστη Χριστός!
Χιλιάδες άνθρωποι, ζώντες καί κεκοιμημένοι, άγιοι καί άμαρτωλοί, άδικοϋντες καί αδικημένοι, πενθοΰντες, μετανοοΰντες, έλεημένοι,
κλαίνε άπό χαρά.
Ή Αγάπη δέν μπορεί,
δέ δύναται
νά μη μάς άναστήσει!
«Ακούσατε, τά οστά τά ξηρά... άκούσατε...
Τάδε λέγει Κύριος τοΐς όστέοις τούτοις Ιδού έγώ ανοίγω τά μνήματα υμών και άνάξω υμάς έκ των μνημάτων...
Και φέρω εις υμάς πνεύμα ζωής Και δώσω έφ ύμάς νεύρα Και άνάξω έφ ύμάς σάρκας Και έκτενώ έφ ύμάς δέρμα Και δώσω πνεϋμά μου έφ ύμάς και ζήσεσθε!»
(Ιεζεκιήλ, λζ' 1-14)
www.agiameteora.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου