Yπῆρχε στόν βορρά ἕνα φημισμένο μοναστήρι, μέ πολλούς μοναχούς, ὡραῖα κτιριακά συγκροτήματα καί μεγάλη περιουσία. Τό μοναστήρι προσείλκυε καθημερινά πλῆθος προσκυνητῶν καί πολλοί νέοι ἄνθρωποι, ἐντυπωσιασμένοι ἀπό τή μεγαλοπρέπεια τῶν ἀκολουθιῶν καί τήν τάξη τοῦ μοναστηριοῦ, ζητοῦσαν νά προστεθοῦν στη συνοδεία. Ὅμως, θέλεις λόγῳ τῶν πολλῶν περισπασμῶν μέ τά περιουσιακά, θέλεις λόγῳ τῆς τακτικῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς κοσμικούς, θέλεις γιά ἄλλους λόγους πού δέν τούς γνωρίζουμε, ἡ πνευματική ζωή στό μοναστήρι κάποτε ὑποβαθμίστηκε καί ὅταν ὑποβαθμιστεῖ ἡ πνευματική ζωή ὅλα τά ἄλλα καταρρέουν εὔκολα. Πολλοί νέοι μοναχοί ἀποχώρησαν, ἀναζητώντας τή γνήσια πνευματική ζωή ἀλλοῦ, ἐνῶ ἄλλοι, σκανδαλισμένοι, ἐπέστρεψαν (ἀλίμονο!) στόν κόσμο. Λίγοι ἀπόμειναν, καί ἀπό αὐτούς οἱ γεροντότεροι ἀναχώρησαν γιά τίς αἰώνιες μονές καί οἱ νεότεροι σιγά-σιγά γέρασαν. Μαζί τους γέρασαν και οἱ κτιριακές ἐγκαταστάσεις, ἀλλά αὐτό ἦταν τό λιγότερο. Με τά χρόνια ἡ κοινή τράπεζα καταργήθηκε, οἱ νηστεῖες ἔγιναν πιό ἐλαφριές, οἱ ἀκολουθίες πιό σύντομες. Τό χειρότερο δε ἀπ᾽ ὅλα ἦταν ὅτι, ἡ ἀλληλοεκτίμηση καί ἡ ἀγάπη τῶν μοναχῶν μειώθηκαν, οἱ προστριβές ἔγιναν τακτικές καί το «εὐλογεῖτε» καί τό «νά ᾽ναι εὐλογημένο» σπάνια πλέον ἀκούγονταν.
Ὅμως οἱ μοναχοί πονοῦσαν κατά βάθος γιά τό κατάντημά τους. Γι᾽ αὐτό καθημερινό αἴτημα στήν προσευχή τους ἦταν ἡ ἀναβίωση τοῦ μοναστηριοῦ. Ἀλλά πῶς νά γίνει αὐτό;
Ἐμφανίστηκαν κάνα-δυό φορές δόκιμοι μοναχοί, καλά παιδιά καί δέν μπόρεσαν νά στεριώσουν. Βλέποντας τήν κατάσταση ἀπογοητεύτηκαν καί ἔφυγαν. Πῶς νά σταθεῖ μπάλωμα καινούργιο σέ ροῦχο παλιό; Παρ᾽ ὅλα αὐτά οἱ μοναχοί ἤλπιζαν σέ ἕνα θαῦμα. Ὁ ἀγαθός Θεός, δέν μπορεῖ, θα σπλαχνιζόταν τό μοναστήρι, ἀπό τό ὁποῖο τόσες φλογερές προσευχές εἶχαν ἀναπεμφθεῖ στό παρελθόν, καί θά ᾽στελνε κάποιον ἐκλεκτό του νά τούς βγάλει ἀπό τό ἀδιέξοδο.
Ζοῦσε ἐκεῖνο τόν καιρό ἕνας ἐνάρετος Γέροντας ἀσκητής, φημισμένος γιά τίς διακριτικές συμβουλές του. Σ᾽ αὐτόν κατέφυγαν οἱ μοναχοί γιά βοήθεια. Πῆγαν μέ τόν ἡγούμενο ἐπικεφαλῆς. Ἦταν ἡ πρώτη φορά, πού ἔκαναν κάτι ὅλοι μαζί καί με τόση λαχτάρα. Καί ἦταν ὡραῖο θέαμα νά βλέπεις τούς γέροντες μοναχούς νά βαδίζουν ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλο, μέ λευκασμένα τά μαλλιά, μέ σκυφτό τό κεφάλι, μέ προβληματισμένα πρόσωπα, ἀλλά καί μέ διάχυτη τή χάρη τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπάνω τους, ἔστω καί ἄν αὐτή σκιαζόταν ἀπό τις ἀτέλειές τους.
Ὁ Γέροντας ἀσκητής τούς δέχτηκε μέ τιμή καί ἀνυπόκριτη χαρά, σάν νά τούς περίμενε ἀπό καιρό. Συζήτησε διάφορα μαζί τους μ᾽ ἐκείνη τήν ἰδιαίτερη χάρη πού διώχνει τήν ἀπόγνωση καί φέρνει τήν ἐλπίδα στήν ψυχή. Μετά, τό πρόσωπό του ἔγινε κάπως πιό σοβαρό καί εἶπε τά ἑξῆς: «Ὁ ἀγαθός Θεός ἄκουσε τίς προσευχές σας καί θά σᾶς δώσει αὐτό πού ζητᾶτε. Μόνο προσέξτε νά ἐκμεταλλευτεῖτε τήν εὐκαιρία, πού σᾶς στέλνει!» Ὅλων τά πρόσωπα φωτίστηκαν ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια καί μέ ἕνα στόμα διαβεβαίωσαν, ὅτι δέν θά ἔχαναν τήν εὐκαιρία, πού θά τούς ἔδινε ὁ Θεός. «Λοιπόν», συνέχισε ὁ γερο-ἀσκητής, «δέν χρειάζεστε κάποιον ἄλλο, αὐτός πού θά ἀνορθώσει τό μοναστήρι, εἶναι ἤδη ἀνάμεσά σας! Προσέξτε νά μήν τον στενοχωρεῖτε. Προσευχηθεῖτε στόν Θεό νά σᾶς φωτίζει νά παραβλέπετε τό ἄσχημο καί νά ἀντιγράφετε τις κρυμμένες του ἀρετές καί τό μοναστήρι θά πάει μπροστά».
Οἱ καλόγεροι κοιτάχθηκαν μέ ἀπορία. Τούς φάνηκε παράδοξος ὁ λόγος. Τόσα χρόνια δέν εἶχαν ἀντιληφθεῖ κάποιον ξεχωριστό ἀνάμεσά τους. Μήπως ἔκανε λάθος ὁ Γέροντας; Τώρα ὅμως εἶχε σκύψει τό κεφάλι καί δεν φαινόταν διατεθειμένος νά πεῖ περισσότερα. Σηκώθηκαν, πῆραν τήν εὐχή του καί ἀναχώρησαν πιό προβληματισμένοι ἀπ᾽ ὅ,τι ὅταν ἦλθαν. Δέν ἀντάλλαξαν κουβέντα στό δρόμο. Μόνο ὁ γερό-Ἰωακείμ ὁ ἁπλοϊκός ἐπαναλάμβανε κάθε τόσο: «αὐτός πού θά ἀνορθώσει το μοναστήρι εἶναι ἀνάμεσά σας...».
Ἐκεῖνο τό βράδυ οἱ μοναχοί δέν μπόρεσαν νά κλείσουν μάτι. Τό μυαλό τους εἶχε κολλήσει στά λόγια τοῦ Γέροντα. «Λές νά ᾽ναι ἀλήθεια;» Σκεφτόντουσαν. «Μήπως κάποιος ἀπό μᾶς εἶναι ὅπως οἱ παλιοί σαλοί καί κρύβει τήν ἀρετή του τόσα χρόνια;...». Ἔτσι αὐθόρμητα κατέφυγαν μές στή σιωπή τῆς νύχτας σε θερμή προσευχή. Εἶχαν χρόνια νά προσευχηθοῦν τόσο θερμά. Ζητοῦσαν μέ δάκρυα συγνώμη ἀπό τόν Θεό, πού εἶχαν κλειστεῖ στόν ἑαυτό τους καί δέν εἶχαν προσέξει ὅτι ὑπῆρχε ἕνας ἐκλεκτός ἀνάμεσά τους. Μόνο τά ἐλαττώματα τῶν ἄλλων πρόσεχαν μέχρι τώρα. Τόν παρακαλοῦσαν νά τούς φωτίσει, νά διακρίνουν καί νά μιμηθοῦν τίς ἀρετές τοῦ ἐκλεκτοῦ.
Μέ τό χτύπημα τοῦ σήμαντρου, πετάχτηκαν ὅλοι καί ἔτρεξαν ἀνυπόμονα στήν ἐκκλησία. Ἔκαναν βαθιά μετάνοια στόν ἡγούμενο καί προσκύνησαν με σεβασμό ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Παρακολούθησαν μέ πολλή εὐλάβεια τήν ἀκολουθία, μόνο κάπου κάπου κοιτοῦσαν μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ τους τούς ἄλλους, ἀναζητώντας κάτι ξεχωριστό, κάτι πού θά πρόδιδε τόν ἐκλεκτό. Ὅταν τέλειωσε ἡ ἀκολουθία, ὁ Ἡγούμενος ἔκανε διστακτικά μία πρόταση πού εἶχε νά τήν κάνει χρόνια. «Ἀδελφοί μου, θέλετε νά ἔχουμε κοινή τράπεζα σήμερα;». Παραδόξως, ὅλοι δέχτηκαν μέ πολλή προθυμία, ἀκόμη καί ὁ γέρο-Ἐλισαῖος, «ὁ δύστροπος»... Ἤθελαν νά βρεθοῦν ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο, νά ἀνακαλύψουν τόν κρυμμένο ἐκλεκτό.
Ἡ ζωή στό μοναστήρι ἄλλαξε σιγά-σιγά, χωρίς να τό συνειδητοποιήσουν οἱ μοναχοί. Πρῶτα-πρῶτα, ὅλοι ἔγιναν πιό εὐγενεῖς, προσέχοντας μή τυχόν καί στενοχωρήσουν τόν ἄγνωστο ἐκλεκτό. Ἔπειτα, ὅλοι τώρα προσπαθοῦσαν νά βροῦν τίς κρυμμένες ἀρετές τῶν ἄλλων. Ἄν διαπίστωναν κάποια ἀδυναμία τήν παράβλεπαν. Ὁ Γέροντας τούς εἶχε δώσει ἐντολή νά ἀνακαλύψουν τίς ἀρετές τοῦ ἐκλεκτοῦ καί νά τίς μιμηθοῦν, ὄχι τίς ἀδυναμίες! Στό κάτω-κάτω, καί οἱ ἅγιοι εἶχαν ἐλαττώματα... Ἔπειτα, ἔλεγαν, μπορεῖ ὁ ἐκλεκτός να προβάλλει τίς ἀδυναμίες του γιά νά κρύψει τίς ἀρετές του! Γινόντουσαν ὅμως ἔτσι καί οἱ ἴδιοι καλύτεροι και αὐτό ἔκανε τήν εὕρεση τοῦ «ἐκλεκτοῦ» πιό δύσκολη.
Πέρασαν χρόνια ἀπό ἐκείνη τήν ἐπίσκεψη. Ἦρθαν καί νέοι ὑποψήφιοι μοναχοί, οἱ ὁποῖοι βλέποντας την εὐγένεια καί ἀγάπη τῶν παλαιοτέρων ἀποφάσισαν να μείνουν. Τό μοναστήρι ἄρχισε νά ξανανθίζει καί ὁ ἀγαθός Θεός, βλέποντας ὅτι οἱ παλιοί εἶχαν ἐκπληρώσει τόν προορισμό τους, ἄρχισε νά τούς καλεῖ κοντά του. Πρῶτος ἔφυγε ὁ ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος προβλέποντας τό τέλος του, κάλεσε τούς παλαιούς μοναχούς νά τους ἀνακοινώσει κάτι σημαντικό: «Ἀδελφοί μου», τους εἶπε μέ ἀσθενική φωνή, «παρακολουθοῦσα αὐτά τά χρόνια τή διαγωγή ὅλων καί ἔβλεπα μέ θαυμασμό μία ριζική ἀλλαγή καί τό μοναστήρι νά ἀναβιώνει σιγά σιγά, χωρίς νά μπορῶ νά καταλάβω τό πῶς. Ἔφθασε τώρα τό τέλος μου καί νομίζω ὅτι ἀνακάλυψα, ποιόν ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας, ὅταν εἶπε ὅτι «αὐτός πού θα ἀνορθώσει τό μοναστήρι εἶναι ἀνάμεσά σας...». Ὅλοι ἔσκυψαν μέ ἀγωνία νά ἀκούσουν τήν ἀποκάλυψη. «Ὅλους ἐμᾶς(!)», εἶπε ἀδύναμα ὁ γέροντας Ἡγούμενος καί ἔκλεισε τά μάτια. Οἱ μοναχοί κοιτάχτηκαν μέ ἔκπληξη καί ἀπορία...
Ξαφνικά ἄνοιξαν τά μάτια τους καί ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν... Πρίν ἐπισκεφθοῦν τόν Γέροντα πρόσεχαν στους ἄλλους τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, τά σημάδια τῆς πτώσεως... Ἀναζητώντας τόν ἐκλεκτό, ἄρχισαν να ἀναζητοῦν στούς ἄλλους ἀρετές, τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τήν κρυμμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ («εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου»!) καί αὐτό τούς ἔσωσε! Αὐτό ἔσωσε καί τό μοναστήρι!... Ἔτσι ἀναβίωσε τό μοναστήρι στόν βορρά!
πηγή: Ενοριακά Νέα(Αγίου Γεωργίου-Αγ.Διονυσίου,Διόνυσος)
Ὅμως οἱ μοναχοί πονοῦσαν κατά βάθος γιά τό κατάντημά τους. Γι᾽ αὐτό καθημερινό αἴτημα στήν προσευχή τους ἦταν ἡ ἀναβίωση τοῦ μοναστηριοῦ. Ἀλλά πῶς νά γίνει αὐτό;
Ἐμφανίστηκαν κάνα-δυό φορές δόκιμοι μοναχοί, καλά παιδιά καί δέν μπόρεσαν νά στεριώσουν. Βλέποντας τήν κατάσταση ἀπογοητεύτηκαν καί ἔφυγαν. Πῶς νά σταθεῖ μπάλωμα καινούργιο σέ ροῦχο παλιό; Παρ᾽ ὅλα αὐτά οἱ μοναχοί ἤλπιζαν σέ ἕνα θαῦμα. Ὁ ἀγαθός Θεός, δέν μπορεῖ, θα σπλαχνιζόταν τό μοναστήρι, ἀπό τό ὁποῖο τόσες φλογερές προσευχές εἶχαν ἀναπεμφθεῖ στό παρελθόν, καί θά ᾽στελνε κάποιον ἐκλεκτό του νά τούς βγάλει ἀπό τό ἀδιέξοδο.
Ζοῦσε ἐκεῖνο τόν καιρό ἕνας ἐνάρετος Γέροντας ἀσκητής, φημισμένος γιά τίς διακριτικές συμβουλές του. Σ᾽ αὐτόν κατέφυγαν οἱ μοναχοί γιά βοήθεια. Πῆγαν μέ τόν ἡγούμενο ἐπικεφαλῆς. Ἦταν ἡ πρώτη φορά, πού ἔκαναν κάτι ὅλοι μαζί καί με τόση λαχτάρα. Καί ἦταν ὡραῖο θέαμα νά βλέπεις τούς γέροντες μοναχούς νά βαδίζουν ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλο, μέ λευκασμένα τά μαλλιά, μέ σκυφτό τό κεφάλι, μέ προβληματισμένα πρόσωπα, ἀλλά καί μέ διάχυτη τή χάρη τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπάνω τους, ἔστω καί ἄν αὐτή σκιαζόταν ἀπό τις ἀτέλειές τους.
Ὁ Γέροντας ἀσκητής τούς δέχτηκε μέ τιμή καί ἀνυπόκριτη χαρά, σάν νά τούς περίμενε ἀπό καιρό. Συζήτησε διάφορα μαζί τους μ᾽ ἐκείνη τήν ἰδιαίτερη χάρη πού διώχνει τήν ἀπόγνωση καί φέρνει τήν ἐλπίδα στήν ψυχή. Μετά, τό πρόσωπό του ἔγινε κάπως πιό σοβαρό καί εἶπε τά ἑξῆς: «Ὁ ἀγαθός Θεός ἄκουσε τίς προσευχές σας καί θά σᾶς δώσει αὐτό πού ζητᾶτε. Μόνο προσέξτε νά ἐκμεταλλευτεῖτε τήν εὐκαιρία, πού σᾶς στέλνει!» Ὅλων τά πρόσωπα φωτίστηκαν ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια καί μέ ἕνα στόμα διαβεβαίωσαν, ὅτι δέν θά ἔχαναν τήν εὐκαιρία, πού θά τούς ἔδινε ὁ Θεός. «Λοιπόν», συνέχισε ὁ γερο-ἀσκητής, «δέν χρειάζεστε κάποιον ἄλλο, αὐτός πού θά ἀνορθώσει τό μοναστήρι, εἶναι ἤδη ἀνάμεσά σας! Προσέξτε νά μήν τον στενοχωρεῖτε. Προσευχηθεῖτε στόν Θεό νά σᾶς φωτίζει νά παραβλέπετε τό ἄσχημο καί νά ἀντιγράφετε τις κρυμμένες του ἀρετές καί τό μοναστήρι θά πάει μπροστά».
Οἱ καλόγεροι κοιτάχθηκαν μέ ἀπορία. Τούς φάνηκε παράδοξος ὁ λόγος. Τόσα χρόνια δέν εἶχαν ἀντιληφθεῖ κάποιον ξεχωριστό ἀνάμεσά τους. Μήπως ἔκανε λάθος ὁ Γέροντας; Τώρα ὅμως εἶχε σκύψει τό κεφάλι καί δεν φαινόταν διατεθειμένος νά πεῖ περισσότερα. Σηκώθηκαν, πῆραν τήν εὐχή του καί ἀναχώρησαν πιό προβληματισμένοι ἀπ᾽ ὅ,τι ὅταν ἦλθαν. Δέν ἀντάλλαξαν κουβέντα στό δρόμο. Μόνο ὁ γερό-Ἰωακείμ ὁ ἁπλοϊκός ἐπαναλάμβανε κάθε τόσο: «αὐτός πού θά ἀνορθώσει το μοναστήρι εἶναι ἀνάμεσά σας...».
Ἐκεῖνο τό βράδυ οἱ μοναχοί δέν μπόρεσαν νά κλείσουν μάτι. Τό μυαλό τους εἶχε κολλήσει στά λόγια τοῦ Γέροντα. «Λές νά ᾽ναι ἀλήθεια;» Σκεφτόντουσαν. «Μήπως κάποιος ἀπό μᾶς εἶναι ὅπως οἱ παλιοί σαλοί καί κρύβει τήν ἀρετή του τόσα χρόνια;...». Ἔτσι αὐθόρμητα κατέφυγαν μές στή σιωπή τῆς νύχτας σε θερμή προσευχή. Εἶχαν χρόνια νά προσευχηθοῦν τόσο θερμά. Ζητοῦσαν μέ δάκρυα συγνώμη ἀπό τόν Θεό, πού εἶχαν κλειστεῖ στόν ἑαυτό τους καί δέν εἶχαν προσέξει ὅτι ὑπῆρχε ἕνας ἐκλεκτός ἀνάμεσά τους. Μόνο τά ἐλαττώματα τῶν ἄλλων πρόσεχαν μέχρι τώρα. Τόν παρακαλοῦσαν νά τούς φωτίσει, νά διακρίνουν καί νά μιμηθοῦν τίς ἀρετές τοῦ ἐκλεκτοῦ.
Μέ τό χτύπημα τοῦ σήμαντρου, πετάχτηκαν ὅλοι καί ἔτρεξαν ἀνυπόμονα στήν ἐκκλησία. Ἔκαναν βαθιά μετάνοια στόν ἡγούμενο καί προσκύνησαν με σεβασμό ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Παρακολούθησαν μέ πολλή εὐλάβεια τήν ἀκολουθία, μόνο κάπου κάπου κοιτοῦσαν μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ τους τούς ἄλλους, ἀναζητώντας κάτι ξεχωριστό, κάτι πού θά πρόδιδε τόν ἐκλεκτό. Ὅταν τέλειωσε ἡ ἀκολουθία, ὁ Ἡγούμενος ἔκανε διστακτικά μία πρόταση πού εἶχε νά τήν κάνει χρόνια. «Ἀδελφοί μου, θέλετε νά ἔχουμε κοινή τράπεζα σήμερα;». Παραδόξως, ὅλοι δέχτηκαν μέ πολλή προθυμία, ἀκόμη καί ὁ γέρο-Ἐλισαῖος, «ὁ δύστροπος»... Ἤθελαν νά βρεθοῦν ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο, νά ἀνακαλύψουν τόν κρυμμένο ἐκλεκτό.
Ἡ ζωή στό μοναστήρι ἄλλαξε σιγά-σιγά, χωρίς να τό συνειδητοποιήσουν οἱ μοναχοί. Πρῶτα-πρῶτα, ὅλοι ἔγιναν πιό εὐγενεῖς, προσέχοντας μή τυχόν καί στενοχωρήσουν τόν ἄγνωστο ἐκλεκτό. Ἔπειτα, ὅλοι τώρα προσπαθοῦσαν νά βροῦν τίς κρυμμένες ἀρετές τῶν ἄλλων. Ἄν διαπίστωναν κάποια ἀδυναμία τήν παράβλεπαν. Ὁ Γέροντας τούς εἶχε δώσει ἐντολή νά ἀνακαλύψουν τίς ἀρετές τοῦ ἐκλεκτοῦ καί νά τίς μιμηθοῦν, ὄχι τίς ἀδυναμίες! Στό κάτω-κάτω, καί οἱ ἅγιοι εἶχαν ἐλαττώματα... Ἔπειτα, ἔλεγαν, μπορεῖ ὁ ἐκλεκτός να προβάλλει τίς ἀδυναμίες του γιά νά κρύψει τίς ἀρετές του! Γινόντουσαν ὅμως ἔτσι καί οἱ ἴδιοι καλύτεροι και αὐτό ἔκανε τήν εὕρεση τοῦ «ἐκλεκτοῦ» πιό δύσκολη.
Πέρασαν χρόνια ἀπό ἐκείνη τήν ἐπίσκεψη. Ἦρθαν καί νέοι ὑποψήφιοι μοναχοί, οἱ ὁποῖοι βλέποντας την εὐγένεια καί ἀγάπη τῶν παλαιοτέρων ἀποφάσισαν να μείνουν. Τό μοναστήρι ἄρχισε νά ξανανθίζει καί ὁ ἀγαθός Θεός, βλέποντας ὅτι οἱ παλιοί εἶχαν ἐκπληρώσει τόν προορισμό τους, ἄρχισε νά τούς καλεῖ κοντά του. Πρῶτος ἔφυγε ὁ ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος προβλέποντας τό τέλος του, κάλεσε τούς παλαιούς μοναχούς νά τους ἀνακοινώσει κάτι σημαντικό: «Ἀδελφοί μου», τους εἶπε μέ ἀσθενική φωνή, «παρακολουθοῦσα αὐτά τά χρόνια τή διαγωγή ὅλων καί ἔβλεπα μέ θαυμασμό μία ριζική ἀλλαγή καί τό μοναστήρι νά ἀναβιώνει σιγά σιγά, χωρίς νά μπορῶ νά καταλάβω τό πῶς. Ἔφθασε τώρα τό τέλος μου καί νομίζω ὅτι ἀνακάλυψα, ποιόν ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας, ὅταν εἶπε ὅτι «αὐτός πού θα ἀνορθώσει τό μοναστήρι εἶναι ἀνάμεσά σας...». Ὅλοι ἔσκυψαν μέ ἀγωνία νά ἀκούσουν τήν ἀποκάλυψη. «Ὅλους ἐμᾶς(!)», εἶπε ἀδύναμα ὁ γέροντας Ἡγούμενος καί ἔκλεισε τά μάτια. Οἱ μοναχοί κοιτάχτηκαν μέ ἔκπληξη καί ἀπορία...
Ξαφνικά ἄνοιξαν τά μάτια τους καί ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν... Πρίν ἐπισκεφθοῦν τόν Γέροντα πρόσεχαν στους ἄλλους τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, τά σημάδια τῆς πτώσεως... Ἀναζητώντας τόν ἐκλεκτό, ἄρχισαν να ἀναζητοῦν στούς ἄλλους ἀρετές, τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τήν κρυμμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ («εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου»!) καί αὐτό τούς ἔσωσε! Αὐτό ἔσωσε καί τό μοναστήρι!... Ἔτσι ἀναβίωσε τό μοναστήρι στόν βορρά!
πηγή: Ενοριακά Νέα(Αγίου Γεωργίου-Αγ.Διονυσίου,Διόνυσος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου