Ο πλέον συνηθισμένος τρόπος είναι να λέμε την Ευχή είτε προφορικά είτε ψιθυριστά είτε από μέσα μας με τον ενδιάθετο λόγο, παντού και πάντοτε. Έτσι, στη δουλειά, στο σπίτι, στο δρόμο λέμε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Όταν τρώμε, όταν περπατάμε και, ειδικότερα, όταν βρισκόμαστε μέσα στο ναό: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Τον πρώτο καιρό πρέπει να λέμε την Ευχή προφορικά, με το στόμα ψιθυριστά, σεμνά και ταπεινά και μάλιστα όσο μπορούμε συχνότερα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με… Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Γιατί η φωνή που βγαίνει από το στόμα, συγκεντρώνει τον νου πάνω στις λέξεις και έτσι ο νους με τη σειρά του αρχίζει σιγά-σιγά να τις προσέχει. Όπως λοιπόν δεν είμαστε αφηρημένοι μπροστά στον Πνευματικό ή σ’ ένα επίσημο πρόσωπο, έτσι και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να είμαστε αφηρημένοι όταν κάνουμε Ευχή, για ν’ αρχίσει ο τρόπος αυτός ν’ αποδίδει καρπούς. Γιατί, όσο πιο θερμή και πιο δυνατή είναι η Ευχή, τόσο και τα αποτελέσματά της είναι πιο θεάρεστα και πιο ωφέλιμα για την ψυχή μας.
Όταν επιμείνουμε πολύ στην προφορική Ευχή καθ’ όλη την ημέρα, ανεξάρτητα από τη δουλειά που κάνουμε, όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο και πιο απαραίτητη θα την αισθανόμαστε, καθώς δημιουργείται μέσα μας ένα παράδοξο κλίμα γλυκύτητος και ειρήνης, τόσο που ακόμα και το στόμα γλυκαίνεται, σαν να έχει μέσα του μια γλυκιά καραμέλα που την πιπιλίζει διαρκώς: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…”. Έτσι αυθόρμητα πλέον επιθυμούμε και ζητούμε να λέμε την Ευχή, γιατί έχουμε γλύκα στο στόμα και στα χείλη γεύση μειλιού. Και τότε, βέβαια, για κανένα λόγο δε θέλουμε να σταματήσουμε το Όνομα του Χριστού. Όταν μας διακόπτουν για τον άλφα ή βήτα λόγο, αισθανόμαστε σαν να μας λείπει κάτι το πολύτιμο, γιατί η ψυχή αισθάνεται την έλλειψη της Ευχής και την αναζητεί. Μόλις όμως ξαναβρεί την ευκαιρία, αμέσως αρχίζει και πάλι: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…”
Η προφορική Ευχή είναι μεν στάδιο αρχαρίων -ων πρώτος ειμί εγώ- αλλά είναι και στάδιο εισαγωγικό για όλους εκείνους, που επιθυμούν εν Πνεύματι Αγίω να εργάζονται την Ευχή, όσο μπορούν, ώστε να δουν καλύτερες ημέρες στη ζωή τους, στην οικογένειά τους και στο περιβάλλον τους γενικότερα. Είναι δε επίμονος και απαραίτητη αρχή, για την επιτυχία του τελικού σκοπού, δηλαδή του αγιασμού του Ορθοδόξου χριστιανού, που πετυχαίνεται με την κατάκτηση της καρδιάς από το παντοδύναμο Όνομα του Ιησού Χριστού.
Ο χριστιανός, που λέει την Ευχή, πλουτίζει πνευματικά!!! Πλουτίζει όντως από τις θείες Τριαδικές δωρεές, αλλ’ όχι χωρίς κόπους, πειρασμούς και σκληρούς πνευματικούς αγώνες, που χρειάζονται, για να απαλλαγεί από τα μύρια πάθη που έχει μέσα του και κυρίως την ψωρό-υπερηφάνεια.
π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου
Τον πρώτο καιρό πρέπει να λέμε την Ευχή προφορικά, με το στόμα ψιθυριστά, σεμνά και ταπεινά και μάλιστα όσο μπορούμε συχνότερα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με… Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Γιατί η φωνή που βγαίνει από το στόμα, συγκεντρώνει τον νου πάνω στις λέξεις και έτσι ο νους με τη σειρά του αρχίζει σιγά-σιγά να τις προσέχει. Όπως λοιπόν δεν είμαστε αφηρημένοι μπροστά στον Πνευματικό ή σ’ ένα επίσημο πρόσωπο, έτσι και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να είμαστε αφηρημένοι όταν κάνουμε Ευχή, για ν’ αρχίσει ο τρόπος αυτός ν’ αποδίδει καρπούς. Γιατί, όσο πιο θερμή και πιο δυνατή είναι η Ευχή, τόσο και τα αποτελέσματά της είναι πιο θεάρεστα και πιο ωφέλιμα για την ψυχή μας.
Όταν επιμείνουμε πολύ στην προφορική Ευχή καθ’ όλη την ημέρα, ανεξάρτητα από τη δουλειά που κάνουμε, όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο και πιο απαραίτητη θα την αισθανόμαστε, καθώς δημιουργείται μέσα μας ένα παράδοξο κλίμα γλυκύτητος και ειρήνης, τόσο που ακόμα και το στόμα γλυκαίνεται, σαν να έχει μέσα του μια γλυκιά καραμέλα που την πιπιλίζει διαρκώς: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…”. Έτσι αυθόρμητα πλέον επιθυμούμε και ζητούμε να λέμε την Ευχή, γιατί έχουμε γλύκα στο στόμα και στα χείλη γεύση μειλιού. Και τότε, βέβαια, για κανένα λόγο δε θέλουμε να σταματήσουμε το Όνομα του Χριστού. Όταν μας διακόπτουν για τον άλφα ή βήτα λόγο, αισθανόμαστε σαν να μας λείπει κάτι το πολύτιμο, γιατί η ψυχή αισθάνεται την έλλειψη της Ευχής και την αναζητεί. Μόλις όμως ξαναβρεί την ευκαιρία, αμέσως αρχίζει και πάλι: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…”
Η προφορική Ευχή είναι μεν στάδιο αρχαρίων -ων πρώτος ειμί εγώ- αλλά είναι και στάδιο εισαγωγικό για όλους εκείνους, που επιθυμούν εν Πνεύματι Αγίω να εργάζονται την Ευχή, όσο μπορούν, ώστε να δουν καλύτερες ημέρες στη ζωή τους, στην οικογένειά τους και στο περιβάλλον τους γενικότερα. Είναι δε επίμονος και απαραίτητη αρχή, για την επιτυχία του τελικού σκοπού, δηλαδή του αγιασμού του Ορθοδόξου χριστιανού, που πετυχαίνεται με την κατάκτηση της καρδιάς από το παντοδύναμο Όνομα του Ιησού Χριστού.
Ο χριστιανός, που λέει την Ευχή, πλουτίζει πνευματικά!!! Πλουτίζει όντως από τις θείες Τριαδικές δωρεές, αλλ’ όχι χωρίς κόπους, πειρασμούς και σκληρούς πνευματικούς αγώνες, που χρειάζονται, για να απαλλαγεί από τα μύρια πάθη που έχει μέσα του και κυρίως την ψωρό-υπερηφάνεια.
π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου