α. Οι επίγειοι βασιλείς, όταν κυριεύσουν το στρατόπεδό των εχθρών, επιβάλουν σ’ αυτούς που πολέμησαν εναντίον τους βαρύτερη δουλεία και αναγκάζουν τον αιχμάλωτο να είναι ταπεινωμένος και εισπράττουν τα κατορθώματα της τόλμης με την μεταβολή των πραγμάτων του βίου. Ο δε Χριστός, ο αληθινός βασιλιάς, με τους κανονισμούς του πολέμου και τη σοφία της θείας οικονομίας, αφού νίκησε την τυραννία του διαβόλου και αυτούς που παρακίνησε να έχουν φρόνημα εχθρικό προς τον Δεσπότη, καλεί σε ελευθερία και τους στέλλει να απολαύσουν τη βασιλεία. Με γαλήνιο βλέμμα, απλωμένα χέρια που καλούν προς αυτόν και φιλάνθρωπες φωνές προσκαλεί λέγοντας: «Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς».
Αφού έγινε πέλαγος φιλανθρωπίας, όλους τους κατακλύζει με ορμή. «Ελάτε κοντά μου, όλοι οι κουρασμένοι», όλοι όσοι συμμαχήσατε με το διάβολο εναντίον μου, απολαύστε μαζί μου τα αγαθά μου. Όσοι κουραστήκατε από τους πολέμους εναντίον μου, αναπαυθείτε στα δικά μου δώρα. Να ανταλλάξετε τη διαβολική δουλεία με τη δική μου βασιλεία. Σας κούρασε εκείνος στις αντιπαραθέσεις εναντίον μου, σας όπλισε με παρανομίες ο δυσμενής, σας έντυσε με πανοπλία ασέβειας, σας φόρεσε θώρακα αιματοβαμμένο, έδωσε στα χέρια σας τόξα αδικίας, σας έσπρωξε σε ακόλαστες πράξεις, σας στρατολόγησε στη λατρεία των ειδώλων, σας εξάντλησε με συνεχείς πολέμους και δεν είχατε άνεση όταν με πολεμούσατε. Να, είμαι κοντά σας όταν με φωνάζετε. «Ελάτε κοντά μου, όλοι οι κουρασμένοι».
Είναι αρχαίος αυτός ο νόμος της φιλανθρωπίας, που πάντοτε συνόδευσε τις γενεές των ανθρώπων. Διότι αν απ’ την αρχή δεν εφάρμοζε ο Θεός αυτήν τη φιλανθρωπία, δεν θα συνεχιζόταν η ανθρωπινή φύση που άρχισε με την παρακοή, αλλά θα σταματούσε στον πρώτον άνθρωπο. Έπλασε τον Αδάμ με τα χέρια του. Και το μεν σώμα του διαμόρφωσε από τη γη, την δε αθάνατη ψυχή δημιούργησε από το μηδέν. Του έδωσε βασιλικά χαρακτηριστικά. Του παραχώρησε τον Παράδεισο ως τόπον απολαύσεως. Υπέταξε τις αγέλες των ζώων σ’ αυτόν· τον έκανε δημιουργό ονομάτων σαν να ήταν δικά του, και δημιούργησε τις φύσεις των ζώων που δεν υπήρχαν. Ο δε Αδάμ στα δημιουργήματα έδινε ονόματα. Ο Θεός μεν δημιουργούσε με πρόσταγμα, αυτός δε τα δημιουργηθέντα διακοσμούσε με ονόματα και με τον Δημιουργό μοιραζόταν την μεγαλοδωρία της κτίσεως. Ο Παράδεισος έγινε και νυμφικός θάλαμος. Και η μεν νύμφη δημιουργείτο από την πλευρά του, ο δε Θεός ως δημιουργός του γάμου των δύο πλασμάτων, τους ένωσε κρατώντας τα χέρια τους, και τους πλασθέντας ανέδειξε πατέρες της φύσεώς τους, και ρίζα του ανθρωπίνου φυτού, απ’ την οποίαν βλάστησε όλο το γένος.
Ποιό ήταν λοιπόν το αποτέλεσμα αυτής της ευεργεσίας;
Αυτός που ευεργετήθηκε δεν τίμησε τον ευεργέτη με το να μη φάει από ένα φυτό, αλλά ανέχθηκε το διάβολο να μιλά εναντίον του Θεού, και έγινε ακροατής λόγων, διά των οποίων εθεωρείτο ο δημιουργός κακός και τόλμησε με το χέρι να πιάσει τον καρπόν που άνηκε μόνο στον Θεό. Η μεν λοιπόν τόλμη απαιτούσε την εσχάτη τιμωρία. Ο δε Αδάμ ελεγχόμενος από τη συνείδηση διά της φυγής επικύρωσε την καταδίκη και επειδή δεν μπορούσε να αντικρύσει το πρόσωπο του Θεού, απέδρασε και κρυβόταν.
Τί έγινε λοιπόν; Αμέσως αφού παρουσιάσθηκε ο Δεσπότης, φάνηκε φιλανθρωπότερος περισσότερο απ’ ό,τι περίμενε και είπε προς αυτόν πατρικό και όχι καταδικαστικό λόγο. «Αδάμ εσένα ζητώ, το δείγμα της μεγαλοπρέπειας, το έμψυχο άγαλμα της δικής μου αξίας. Γνωρίζω τις πανουργίες του διαβόλου εναντίον σου· γνωρίζω το φθόνο, με τον οποίον αφού κτυπήθηκες έχασες την παρρησία σου σε μένα. Σε παρουσίασε ως άτιμο φυγάδα, εσένα που τιμήθηκες να συνομιλείς με τον Θεό και την εικόνα που τοποθέτησα στο κέντρο της κτίσεως, διά μέσου της παρακοής την έκρυψε. Σε κτύπησε με τα βέλη της απάτης, σε φόρτωσε με την παράβαση. Σε δίδαξε να πολεμάς τον ευεργέτη, σε ανάδειξε αιχμάλωτο της ασέβειας, σε έκανε δούλο της αμαρτίας. Αλλά φανερώσου μόνον, και δέξου τη θεραπεία αυτού που λύπησες. Πάρε το φάρμακο του πταίσματος με τη μετάνοια. Πού είσαι;»
β. Αυτά είπε μιλώντας προς ένα φταίχτη. Τώρα δε, σε όλους τους ανθρώπους απευθύνει τους λόγους της φιλανθρωπίας. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». Σωστά, λέει «πάντες». Κανείς να μη κατηγορήσει για μικροπρέπεια τον Δεσπότη. «Είμαι ανεξάντλητη πηγή φιλανθρωπίας, που μπορεί να παρασύρει κάθε είδος αμαρτίας. Πόσοι με προκαλούν με καθημερινά πταίσματα! Πόσοι με την αγάπη των αμαρτημάτων περιφρονούν τους νόμους μου! Άλλος μεν επιδιώκει αρπαγές χρημάτων· άλλος σκέφτεται δόλια για τον πλησίον του· άλλος διαλύει ξένους γάμους· άλλος ασχολείται με δίκες καταπατώντας το δίκαιο· άλλος μαζεύει πλούτο με την επιορκία· άλλος φονεύει με τη διάθεσή του τον άλλον, τον κολακεύει δε με τη γλώσσα· άλλος ρίχνει το βέλος του φθόνου κατά του πλησίον· άλλος καμαρώνει ότι μπορεί να κάνει κακό και θεωρεί την αδικία ως καθεστώς».
«Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς». Δείξτε μόνο με ένα νεύμα τη διάθεσή σας και θα θεραπευθείτε. Δικά σας τα αμαρτήματα, δικά μου τα ιάματα. Δικά σας τα τραύματα, δικά μου τα φάρμακα. Ζητώ μόνον μετάνοια και θεραπεύω την πληγή. Δείξτε μου την αλλαγή της συμπεριφοράς και λάβετε από εμένα που λυπήσατε την απαλλαγή. Ο νόμος του Μωϋσέως σε κάθε πλημμέλημα είναι αυστηρός σαν το κοφτερό ξίφος, και ταυτόχρονα ο φόβος καταδικάζει σε θάνατο. Αμέσως εφαρμόζει τις αποφάσεις· δεν δέχεται ανταλλαγή πταίσματος· αποστρέφεται τα δάκρυα της μετανοίας· τιμωρεί μαζί με το πταίσμα και τον φταίχτη. Εγώ μισώ μεν την αμαρτία, ελεώ δε τον μετανοούντα αμαρτωλό. Και εάν δω να προσφέρει δάκρυα, αφήνω το χρέος. Όσα βλέπω, τα παραβλέπω κοιτάζοντας τη μεταβολή. Διαγράφω το παρόν πταίσμα, διότι ελπίζω στο μελλοντικό κατόρθωμα (τη μετάνοια) και σβήνω τα πρώτα με τα δεύτερα.
«Ίδετε γαρ ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν. Ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι». Ερευνώ τη διάθεση και ζητώ τη γνώμη και μόνο από τον πόθο της ψυχής, εννοώ την αρετή. Γνωρίζω να συγχωρώ τα ακούσια και παραθεωρώ τα εξ αγνοίας πταίσματα. Τη φιλανθρωπία μου αυτή απήλαυσε ο προφήτης Δαβίδ, που έλαβε πείρα πριν απ’ τον καιρό της χάριτος, όταν κάποτε άφησε λίγο τη σκέψη του και κτυπήθηκε από το διάβολο με το τόξο της μοιχείας. Γι’ αυτά ο μεν νόμος όριζε τιμωρία και εναντίον του προφήτη ακόνιζε το ξίφος του. Διότι ο νόμος δεν γνωρίζει να μετρά το πλημμέλημα από τη διάθεση, αλλά κρίνει μόνον το αμάρτημα που έγινε, χωρίς να σέβεται το πλήθος των προηγούμενων κατορθωμάτων, και τιμωρεί την πράξη.
Άκουσε ο τελώνης Ματθαίος «Δεύτε οι κοπιώντες» και αφού δέχθηκε τη φωνή, έτρεξε. Είμαι, έλεγε, ένας από εκείνους που με βαρύνουν τα τελωνικά φορτία. Μπαίνω κάτω από το δικό σου ζυγό, δέχομαι το δικό σου δίχτυ. Και έγινε ο τελώνης παράδειγμα για την κάθαρση των τελωνών. Και η ενέργεια της φωνής αυτής δεν σταμάτησε μέχρις εδώ. Όπως ένα μεγάλο δίχτυ που απλώνεται στο πέλαγος, πιάνει πολλά ψάρια απ’ όλες τις κατευθύνσεις, κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο τα πλήθη των αμαρτωλών έτρεχαν ακούοντας τη σωτηριώδη φωνή και πιάνονταν στο δίκτυ.
«Πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί κάθονταν μαζί με τον Ιησού» που έλεγε: «Δεύτε προς με, πάν¬τες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι». Δεν στενοχωρούμαι με τα πλήθη, δεν κουράζομαι να τους δέχομαι όλους. Δεν είναι τόσο μικρό το πέλαγος της φιλανθρωπίας μου, ώστε να στενοχωρείται από τους ποταμούς των αμαρτωλών που εισρέουν. Έχω τόπον αναπαύσεως για όλη την οικουμένη. Φωνή δεσποτική είναι αδύνατον να μένει απραγματοποίητη. «Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες». Αυτής της φωνής έγινε κληρονόμος ο χορός των Αποστόλων. Και χρησιμοποιώντάς την, έκαναν εύκολη στους ανθρώπους την ανάβαση στον ουρανό. Ο λόγος αυτός ακούστηκε σε όλες τις ηπείρους. Η κλήση αυτή κατέκτησε νησιά· οι πόλεις αιχμαλωτίζονταν, ακολουθούσαν πολλές περιοχές, η Ελλάς κατακτήθηκε, οι βάρβαροι υποδέχθηκαν τη φωνή· βασιλείς προσκυνούσαν, στρατηγοί υποτάχθηκαν, σφετερίστηκαν το λόγο οι λαοί, τα είδωλα έπεφταν, οι βωμοί καταστρέφονταν, δραπέτευαν οι δαίμονες εγκαταλείποντας τη θέση τους εξ αιτίας του λόγου εκείνου. Τώρα ποιός λατρεύει τους δαίμονες; Συγχρόνως δε έφερνε την υπακοή στον Χριστό και φαινόταν φοβερός στους θρησκεύοντας.
Ω φωνή, που έφερες την κοινή νίκη των ανθρώπων! Ω φωνή, που έγινες πηγή σωτηρίας! Ω λόγε, που ένωσες την οικουμένη σε μία πίστη! Ω λόγε, που καθάρισες τον κόσμο! Ω λόγε, που έκανες να ισχύσουν για τον Λόγο όσα είναι του Λόγου! Ας γίνουμε και εμείς μέρος αυτής της φωνής, αφού απολαύσαμε των αγαθών, να τύχουμε της απολαύσεως μαζί με τους αγίους σύμφωνα με τους λόγους του Χριστού που είπε: «Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες, καγώ αναπαύσω υμάς». Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Βασιλείου, Επισκόπου Σελευκείας, Λόγος ΚΘ΄. Migne P.G 85, 325-332)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου