Τὸ εἶδος τῆς συνάντησης.
Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, καθένας ποὺ ἐπιδιώκει τὴ συνάντηση μὲ τὰ βαθειὰ νοήματα τοῦ κόσμου εἶναι μόνος καὶ πρέπει νὰ μάθει νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀναγνώριση πρέπει νὰ γίνει μέσα σὲ μία σχέση κι ὄχι στὴν ἀπομόνωση. Αὐτὸ εἶναι σημαντικό. Δὲν γνωρίζουμε τίποτα καὶ κανένα παρὰ μόνο μέσα ἀπὸ μία σχέση. Ἂν ἀποσυνδεθοῦμε, τίποτα δὲν ὑπάρχει γιά μᾶς.
Ἀλλὰ εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ μὴν ξέρουμε τίποτα καὶ κανένα παρὰ μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀποκεντρώσουμε τὸ σύμπαν. Ἀναφέροντας τὰ πάντα στὸν ἑαυτό μας τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κάνουμε τόσο μικρὸ καὶ τιποτένιο, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς, μὲ τὶς μικρὲς καὶ τιποτένιες ἐπιθυμίες μας. Ἔτσι ὅταν ἀρχίζουμε νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ παραμερίσουμε ὡς ἕνα βαθμὸ τὸν ἑαυτό μας, νὰ τὸν ὑπερβοῦμε καὶ νὰ παραδεχθοῦμε τὶς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δικαιώματά του γιὰ ἀνεξαρτησία καὶ ἐλευθερία, ἔξω ἀπό μᾶς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε αὐτὴ τὴν ἑτερότητα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραγνωριστεῖ. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὅσο καλὰ καὶ νὰ τὸν ξέρουμε, ὅσο κοντά του κι ἂν εἴμαστε, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἀληθὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεὸ παρὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄνθρωπο, πάντα παραμένει ἕνα κεντρικὸ μυστήριο ποὺ ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ λύσουμε.
Στὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ὑπάρχει ἕνα ἐξαιρετικὸ ἐδάφιο, ὅπου ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ πηγαίνουν στὴ Βασιλεία παίρνουν μία ἄσπρη πέτρα μὲ ἕνα ὄνομα γραμμένο πάνω της τὸ ὁποῖο γνωρίζουν μόνο αὐτοὶ κι ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ ὄνομα δὲν εἶναι ἡ ἐτικέττα ποὺ μᾶς δόθηκε καὶ ποὺ μᾶς φωνάζουν σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο.
Τὸ ἀληθινό μας ὄνομα, τὸ αἰώνιό μας ὄνομα εἶναι φτιαγμένο ἀκριβῶς στὰ μέτρα μας, γιὰ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη... Μᾶς ὁρίζει καὶ μᾶς ἐκφράζει τέλεια. Εἶναι γνωστὸ μόνο στὸ Θεὸ καὶ Αὐτός μᾶς τὸ ἀνακοινώνει. Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξέρει γιατί ἐκφράζει τὴ μοναδικότητα τῆς σχέσης μας μὲ τὸ Δημιουργό μας. Πόσο συχνὰ φθείρονται ἀνθρώπινες σχέσεις γιατί ἕνας ἄνθρωπος θέλει νὰ ἀποκαλυφτεῖ περισσότερο ἀπὸ τὸ δυνατὸ ἤ γιατί ὁ ἄλλος ἄνθρωπος θέλει νὰ διεισδύσει σὲ μία περιοχὴ ποὺ εἶναι ἱερὴ καὶ μόνο γιὰ τὸ Θεό. Εἶναι μιὰ μάταιη ἐπιθυμία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ. Εἶναι σὰν ἕνα παιδὶ ποὺ ψάχνει νὰ βρεῖ τὴν πηγὴ μιᾶς πηγῆς, τὸ σημεῖο ἀπὸ ὅπου ἀρχίζει νὰ βγαίνει τὸ νερό, τὸ σημεῖο πρὶν ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει νερό. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση μπορεῖ κανεὶς μόνο νὰ καταστρέψει, ὄχι νὰ ἀνακαλύψει.
Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ δικαίωμα τοῦ ἄλλου γιὰ νὰ ὑπάρχει, νὰ ἀποδεχτοῦμε αὐτὴ τὴ μὴ παραγνωρίσιμη ἑτερότητα. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ δοῦμε, νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ κρίνουμε. Ἀλλοιῶς ἡ συνάντηση δὲν θὰ εἶναι καρποφόρα.
Ὅραση.
Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ τὴν καθαρὴ ὅραση ποὺ χρειαζόμαστε γιὰ νὰ βλέπουμε, τὰ πράγματα ὅπως εἶναι. Ἂν ὑπάρχει κάτι στραβὸ μὲ τὰ μάτια μας τότε προεκτείνουμε σκιὲς πάνω στὰ πράγματα ἤ βλέπουμε, ἀντὶ γι’ αὐτά, τὰ παραμορφωμένα σχήματα ποὺ τὰ φτωχά μας μάτια διαμορφώνουν στὴ φαντασία μας. Ἀλλὰ ἡ καθαρὴ ὅραση δὲν εἶναι ἀρκετή. Πρέπει νὰ διαλέξουμε καὶ τὸ σωστὸ σημεῖο ἐποπτεύσεως. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴ σωστὴ ἀπόσταση, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ὁλόκληρο τὸ ἀντικείμενο. Δὲν εἶναι αὐτὸ οὐσιῶδες γιὰ νὰ κοιτάξουμε ἕνα ἔργο τέχνης; Ἕνας πίνακας ἤ ἕνα ἄγαλμα πρέπει νὰ ἰδωθεῖ οὔτε ἀπὸ πολὺ κοντὰ οὔτε ἀπὸ πολὺ μακρυά. Ὑπάρχει τὸ βέλτιστο σημεῖο, ἀπὸ ὅπου τὸ βλέπουμε ὅπως θέλησε ὁ καλλιτέχνης, ἀπὸ ὅπου μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ ὅλο χωρὶς νὰ καταβληθοῦμε ἀπὸ τὰ τμήματά του. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴ σωστὴ ἀπόσταση, ὄχι στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία• τὴν ἐλευθερία ποὺ εἶναι ἕνας σύνδεσμος ἀλλὰ ὄχι μιὰ ἁλυσίδα.
Ἕνα παράδειγμα ποὺ χρησιμοποίησε σὲ κάποιο προηγούμενο βιβλίο θὰ διασαφηνίσει ἴσως τὸ πράγμα καλύτερα ἀπὸ μιὰ μακροσκελὴ συζήτηση. Σὲ ἕνα ἀξιοσημείωτο βιβλίο ὁ Ἀγγλος συγγραφέας Charles Williams μᾶς δείχνει ἕνα κορίτσι ποὺ μόλις σκοτώθηκε σὲ μιὰ συντριβὴ ἀεροπλάνου. Ἡ ψυχὴ της ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὸ σῶμα της ἀνακαλύπτει ἕνα νέο κόσμο ποὺ δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτὲ πρὶν μόλις εἰσχώρησε στὸν ἀόρατο κόσμο ποὺ εἶναι τώρα ἡ μοναδικὴ πραγματικότητα γι’ αὐτήν. Δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ὁρατὸ κόσμο μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της. Κάποια στιγμὴ βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της πλάι στὸν Τάμεση. Τὸν εἶχε δεῖ πρὶν σὰν ἕνα φαῦλο ξέσπασμα βρωμεροῦ νεροῦ, ἕνα χῶρο ἀποβλήτων γιὰ τὸ Λονδίνο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι τώρα ἐκτός τοῦ σώματός της καὶ δὲν συνδέει τὰ πάντα μὲ τὸν ἑαυτό της, βλέπει τὸν Τάμεση γιὰ πρώτη φορά. Τὸν ἀνακαλύπτει σὰν μιὰ πραγματικότητα, ἕνα μεγάλο ποτάμι ποὺ κυλᾶ μέσα σὲ μιὰ μεγάλη πόλη. Τὰ νερὰ του εἶναι βρώμικα καὶ σκοτεινά, μεταφέρουν τὰ ἀπόβλητα τοῦ Λονδίνου στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται ὅπως θάπρεπε νὰ γίνεται, αὐτὸς εἶναι ὁ κανονικός τους ρόλος καὶ εἶναι αὐθεντικά. Καὶ ὅταν τὰ βλέπει ὅπως εἶναι καὶ τὰ ἀποδέχεται, χωρὶς συναισθήματα καὶ φυσικὴ ἀποστροφὴ γιατί δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ αἰσθανθεῖ ἀηδία γι’ αὐτά, ἀφοῦ δὲν ἔχει πιὰ σῶμα γιὰ νὰ λουστεῖ σ’ αὐτὰ ἤ χείλη γιὰ νὰ πιεῖ ἀπ’ αὐτά, βλέπει τὰ βάθη τῶν ὑδάτων. Γίνονται ὅλο καὶ λιγότερο σκοτεινά. Στὸ τέλος γίνονται διάφανα. Αὐτὴ ἡ διαφάνεια μεγαλώνει μέχρις ὅτου στὴν καρδιὰ τῶν ὑδάτων βλέπει μιὰ φωτεινὴ κλωστὴ ποὺ εἶναι τὸ ἀρχέγονο νερό, ὅπως τόφτιαξε ὁ Θεός, καὶ στὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ ἀρχέγονου νεροῦ, μία ἀκόμα πιὸ φωτεινὴ κλωστή, ποὺ εἶναι τὸ ὑπέροχο νερὸ ποὺ πρόσφερε ὁ Χριστὸς στὴ Σαμαρείτιδα.
Μὲ τὴν ἀποσωμάτωσή της ἡ νεαρὴ κοπέλλα ἔγινε ἱκανη νὰ δεῖ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα πρὶν ἦταν τυφλή. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιά μᾶς. Ἂν μπορούσαμε νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία ποὺ οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦσαν ἀπάθεια, δηλαδὴ ἀπουσία παθῶν, θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα ὅλο καὶ περισσότερο φωτεινά. Θὰ μπορούσαμε ἐπίσης νὰ δοῦμε τὴν αἴγλη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ καὶ ἀδιαφανὴ κόσμο. Θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὴ Χάρη νὰ δρᾶ παντοῦ καὶ σὲ ὅλα τὰ πράγματα.
Ἀκοή.
Εἶπα πρὶν ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ βλέπουμε. Πρέπει ἐπίσης νὰ ἀκοῦμε. Ἡ ἀκοὴ εἶναι μία πράξη ἐντατικῆς προσοχῆς. Γιὰ νὰ ἀκούσουμε δὲ φτάνει νὰ δανείσουμε ἁπλὰ τὰ αὐτιά μας, ἀλλὰ πρέπει ἐπίσης νὰ δοκιμάσουμε καὶ νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα καὶ τὴν ἔνταση τῶν λέξεων. Νὰ ἀκοῦμε, σημαίνει νὰ σκύβουμε τὰ κεφάλια μας μὲ ταπείνωση, γιατί αὐτὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀποδεχτεῖ αὐτὸ ποὺ τὸ ἄλλο πρόσωπο σπέρνει στὸ ἔδαφος τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἀγγλικῆς λέξης «humility» (=ταπείνωση). Προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ «humus», γόνιμο χῶμα, αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ πιὰ δὲν τὸ προσέχουμε γιατί εἴμαστε συνηθισμένοι σ’ αὐτό, βουβὸ καὶ σκοτεινό, ἱκανὸ νὰ χρησιμοποιεῖ σωστὰ τὰ σκουπίδια ποὺ ἀναποδογυρίζουμε πάνω του, ἱκανὸ νὰ μετασχηματίζει τὰ ἀπόβλητά μας σὲ πλοῦτο, νὰ ἀποδέχεται κάθε σπόρο, νὰ τοῦ δίνει σῶμα, ζωή, ἀνάπτυξη ἔτσι ὥστε αὐτὸς νὰ ὁλοκληρωθεῖ στὸν ἑαυτό του, χωρὶς ποτὲ νὰ τοῦ ἀλλάζει τὴ φύση του. Ὅπως ἡ πλούσια, σιωπηρὴ καὶ δημιουργικὴ γῆ, θὰ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Ἄλλο.
Ταπείνωση καὶ ὑπακοή.
Ἀλλὰ ἡ ταπείνωση αὐτὴ εἶναι ἐπίσης καὶ ὑπακοή. Ἡ λατινικὴ λέξη obaudire σημαίνει καὶ νὰ ἀκοῦς καὶ νὰ ὑπακοῦς. Πρέπει νὰ προσέχουμε γιὰ νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ ἐκμεταλλευόμαστε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὸ Θεό, ὁλοκληρωτικὴ προσοχή, γιατί πρέπει νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ νὰ ἔχουμε τὴν ἀποφασιστικὴ ἐπιθυμία νὰ δεχτοῦμε τὸ μήνυμά του καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε, δηλαδὴ νὰ μετασχηματιστοῦμε, νὰ ἀλλοιωθοῦμε, νὰ σταματήσουμε νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ νὰ γίνουμε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο κληθήκαμε.
Αὐτὴ ἡ θεμελιώδης στάση προσευχῆς μοιάζει λίγο μὲ ἕναν τσιλιαδόρο. Σηκώνεται νωρὶς τὸ πρωὶ γιατί πρέπει νὰ φτάσει τὰ χωράφια καὶ τὰ δάση πρὶν ξυπνήσουν τὰ πουλιά, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὸν δοῦνε νὰ ἔρχεται. Εἶναι σιωπηρὸς καὶ τελείως ἀκίνητος. Εἶναι γεμάτος μάτια καὶ αὐτιά. Εἶναι εὐαίσθητος σὲ κάθε ἦχο καὶ κίνηση. Ἀκούει καὶ κοιτᾶ ἀλλὰ δὲν θὰ δεῖ τί γίνεται γύρω του παρὰ μόνο, ἂν εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ προκαταλήψεις, ἕτοιμος νὰ ἀκούσει αὐτὰ ποὺ θὰ πεῖ ὁ Θεός. Εἶναι μία στάση αὐτὸ-παράδοσης ποὺ εἶναι ταυτόχρονα ἐξαιρετικὰ ἐνεργητική. Αὐτὸ-παράδοση γιατί σὰν τὴ γῆ, τὸ «χῶμα», προσφέρεται χωρὶς ἐνδοιασμό. Ἐνεργητική, γιατί εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀποκριθεῖ σὲ κάθε πρόταση τοῦ Θεοῦ, σὲ κάθε κλήση.
Κατὰ συνέπεια, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε μία πραγματικὴ συνάντηση μὲ τὸ Θεό, χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ σκέτα ὄργανα τῆς ἀκοῆς καὶ τῆς ὅρασης. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴ λαχτάρα, πρέπει νὰ θέλουμε νὰ δοῦμε καὶ ν’ ἀκούσουμε.
Μετάφραση: Βασίλειος Ὀρφανόπουλος
πηγή:http://www.agiazoni.gr
Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, καθένας ποὺ ἐπιδιώκει τὴ συνάντηση μὲ τὰ βαθειὰ νοήματα τοῦ κόσμου εἶναι μόνος καὶ πρέπει νὰ μάθει νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀναγνώριση πρέπει νὰ γίνει μέσα σὲ μία σχέση κι ὄχι στὴν ἀπομόνωση. Αὐτὸ εἶναι σημαντικό. Δὲν γνωρίζουμε τίποτα καὶ κανένα παρὰ μόνο μέσα ἀπὸ μία σχέση. Ἂν ἀποσυνδεθοῦμε, τίποτα δὲν ὑπάρχει γιά μᾶς.
Ἀλλὰ εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ μὴν ξέρουμε τίποτα καὶ κανένα παρὰ μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀποκεντρώσουμε τὸ σύμπαν. Ἀναφέροντας τὰ πάντα στὸν ἑαυτό μας τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κάνουμε τόσο μικρὸ καὶ τιποτένιο, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς, μὲ τὶς μικρὲς καὶ τιποτένιες ἐπιθυμίες μας. Ἔτσι ὅταν ἀρχίζουμε νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ παραμερίσουμε ὡς ἕνα βαθμὸ τὸν ἑαυτό μας, νὰ τὸν ὑπερβοῦμε καὶ νὰ παραδεχθοῦμε τὶς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δικαιώματά του γιὰ ἀνεξαρτησία καὶ ἐλευθερία, ἔξω ἀπό μᾶς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε αὐτὴ τὴν ἑτερότητα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραγνωριστεῖ. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὅσο καλὰ καὶ νὰ τὸν ξέρουμε, ὅσο κοντά του κι ἂν εἴμαστε, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἀληθὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεὸ παρὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄνθρωπο, πάντα παραμένει ἕνα κεντρικὸ μυστήριο ποὺ ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ λύσουμε.
Στὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ὑπάρχει ἕνα ἐξαιρετικὸ ἐδάφιο, ὅπου ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ πηγαίνουν στὴ Βασιλεία παίρνουν μία ἄσπρη πέτρα μὲ ἕνα ὄνομα γραμμένο πάνω της τὸ ὁποῖο γνωρίζουν μόνο αὐτοὶ κι ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ ὄνομα δὲν εἶναι ἡ ἐτικέττα ποὺ μᾶς δόθηκε καὶ ποὺ μᾶς φωνάζουν σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο.
Τὸ ἀληθινό μας ὄνομα, τὸ αἰώνιό μας ὄνομα εἶναι φτιαγμένο ἀκριβῶς στὰ μέτρα μας, γιὰ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη... Μᾶς ὁρίζει καὶ μᾶς ἐκφράζει τέλεια. Εἶναι γνωστὸ μόνο στὸ Θεὸ καὶ Αὐτός μᾶς τὸ ἀνακοινώνει. Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξέρει γιατί ἐκφράζει τὴ μοναδικότητα τῆς σχέσης μας μὲ τὸ Δημιουργό μας. Πόσο συχνὰ φθείρονται ἀνθρώπινες σχέσεις γιατί ἕνας ἄνθρωπος θέλει νὰ ἀποκαλυφτεῖ περισσότερο ἀπὸ τὸ δυνατὸ ἤ γιατί ὁ ἄλλος ἄνθρωπος θέλει νὰ διεισδύσει σὲ μία περιοχὴ ποὺ εἶναι ἱερὴ καὶ μόνο γιὰ τὸ Θεό. Εἶναι μιὰ μάταιη ἐπιθυμία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ. Εἶναι σὰν ἕνα παιδὶ ποὺ ψάχνει νὰ βρεῖ τὴν πηγὴ μιᾶς πηγῆς, τὸ σημεῖο ἀπὸ ὅπου ἀρχίζει νὰ βγαίνει τὸ νερό, τὸ σημεῖο πρὶν ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει νερό. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση μπορεῖ κανεὶς μόνο νὰ καταστρέψει, ὄχι νὰ ἀνακαλύψει.
Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ δικαίωμα τοῦ ἄλλου γιὰ νὰ ὑπάρχει, νὰ ἀποδεχτοῦμε αὐτὴ τὴ μὴ παραγνωρίσιμη ἑτερότητα. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ δοῦμε, νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ κρίνουμε. Ἀλλοιῶς ἡ συνάντηση δὲν θὰ εἶναι καρποφόρα.
Ὅραση.
Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ τὴν καθαρὴ ὅραση ποὺ χρειαζόμαστε γιὰ νὰ βλέπουμε, τὰ πράγματα ὅπως εἶναι. Ἂν ὑπάρχει κάτι στραβὸ μὲ τὰ μάτια μας τότε προεκτείνουμε σκιὲς πάνω στὰ πράγματα ἤ βλέπουμε, ἀντὶ γι’ αὐτά, τὰ παραμορφωμένα σχήματα ποὺ τὰ φτωχά μας μάτια διαμορφώνουν στὴ φαντασία μας. Ἀλλὰ ἡ καθαρὴ ὅραση δὲν εἶναι ἀρκετή. Πρέπει νὰ διαλέξουμε καὶ τὸ σωστὸ σημεῖο ἐποπτεύσεως. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴ σωστὴ ἀπόσταση, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ὁλόκληρο τὸ ἀντικείμενο. Δὲν εἶναι αὐτὸ οὐσιῶδες γιὰ νὰ κοιτάξουμε ἕνα ἔργο τέχνης; Ἕνας πίνακας ἤ ἕνα ἄγαλμα πρέπει νὰ ἰδωθεῖ οὔτε ἀπὸ πολὺ κοντὰ οὔτε ἀπὸ πολὺ μακρυά. Ὑπάρχει τὸ βέλτιστο σημεῖο, ἀπὸ ὅπου τὸ βλέπουμε ὅπως θέλησε ὁ καλλιτέχνης, ἀπὸ ὅπου μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ ὅλο χωρὶς νὰ καταβληθοῦμε ἀπὸ τὰ τμήματά του. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴ σωστὴ ἀπόσταση, ὄχι στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία• τὴν ἐλευθερία ποὺ εἶναι ἕνας σύνδεσμος ἀλλὰ ὄχι μιὰ ἁλυσίδα.
Ἕνα παράδειγμα ποὺ χρησιμοποίησε σὲ κάποιο προηγούμενο βιβλίο θὰ διασαφηνίσει ἴσως τὸ πράγμα καλύτερα ἀπὸ μιὰ μακροσκελὴ συζήτηση. Σὲ ἕνα ἀξιοσημείωτο βιβλίο ὁ Ἀγγλος συγγραφέας Charles Williams μᾶς δείχνει ἕνα κορίτσι ποὺ μόλις σκοτώθηκε σὲ μιὰ συντριβὴ ἀεροπλάνου. Ἡ ψυχὴ της ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὸ σῶμα της ἀνακαλύπτει ἕνα νέο κόσμο ποὺ δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτὲ πρὶν μόλις εἰσχώρησε στὸν ἀόρατο κόσμο ποὺ εἶναι τώρα ἡ μοναδικὴ πραγματικότητα γι’ αὐτήν. Δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ὁρατὸ κόσμο μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της. Κάποια στιγμὴ βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της πλάι στὸν Τάμεση. Τὸν εἶχε δεῖ πρὶν σὰν ἕνα φαῦλο ξέσπασμα βρωμεροῦ νεροῦ, ἕνα χῶρο ἀποβλήτων γιὰ τὸ Λονδίνο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι τώρα ἐκτός τοῦ σώματός της καὶ δὲν συνδέει τὰ πάντα μὲ τὸν ἑαυτό της, βλέπει τὸν Τάμεση γιὰ πρώτη φορά. Τὸν ἀνακαλύπτει σὰν μιὰ πραγματικότητα, ἕνα μεγάλο ποτάμι ποὺ κυλᾶ μέσα σὲ μιὰ μεγάλη πόλη. Τὰ νερὰ του εἶναι βρώμικα καὶ σκοτεινά, μεταφέρουν τὰ ἀπόβλητα τοῦ Λονδίνου στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται ὅπως θάπρεπε νὰ γίνεται, αὐτὸς εἶναι ὁ κανονικός τους ρόλος καὶ εἶναι αὐθεντικά. Καὶ ὅταν τὰ βλέπει ὅπως εἶναι καὶ τὰ ἀποδέχεται, χωρὶς συναισθήματα καὶ φυσικὴ ἀποστροφὴ γιατί δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ αἰσθανθεῖ ἀηδία γι’ αὐτά, ἀφοῦ δὲν ἔχει πιὰ σῶμα γιὰ νὰ λουστεῖ σ’ αὐτὰ ἤ χείλη γιὰ νὰ πιεῖ ἀπ’ αὐτά, βλέπει τὰ βάθη τῶν ὑδάτων. Γίνονται ὅλο καὶ λιγότερο σκοτεινά. Στὸ τέλος γίνονται διάφανα. Αὐτὴ ἡ διαφάνεια μεγαλώνει μέχρις ὅτου στὴν καρδιὰ τῶν ὑδάτων βλέπει μιὰ φωτεινὴ κλωστὴ ποὺ εἶναι τὸ ἀρχέγονο νερό, ὅπως τόφτιαξε ὁ Θεός, καὶ στὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ ἀρχέγονου νεροῦ, μία ἀκόμα πιὸ φωτεινὴ κλωστή, ποὺ εἶναι τὸ ὑπέροχο νερὸ ποὺ πρόσφερε ὁ Χριστὸς στὴ Σαμαρείτιδα.
Μὲ τὴν ἀποσωμάτωσή της ἡ νεαρὴ κοπέλλα ἔγινε ἱκανη νὰ δεῖ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα πρὶν ἦταν τυφλή. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιά μᾶς. Ἂν μπορούσαμε νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία ποὺ οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦσαν ἀπάθεια, δηλαδὴ ἀπουσία παθῶν, θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα ὅλο καὶ περισσότερο φωτεινά. Θὰ μπορούσαμε ἐπίσης νὰ δοῦμε τὴν αἴγλη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ καὶ ἀδιαφανὴ κόσμο. Θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὴ Χάρη νὰ δρᾶ παντοῦ καὶ σὲ ὅλα τὰ πράγματα.
Ἀκοή.
Εἶπα πρὶν ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ βλέπουμε. Πρέπει ἐπίσης νὰ ἀκοῦμε. Ἡ ἀκοὴ εἶναι μία πράξη ἐντατικῆς προσοχῆς. Γιὰ νὰ ἀκούσουμε δὲ φτάνει νὰ δανείσουμε ἁπλὰ τὰ αὐτιά μας, ἀλλὰ πρέπει ἐπίσης νὰ δοκιμάσουμε καὶ νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα καὶ τὴν ἔνταση τῶν λέξεων. Νὰ ἀκοῦμε, σημαίνει νὰ σκύβουμε τὰ κεφάλια μας μὲ ταπείνωση, γιατί αὐτὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀποδεχτεῖ αὐτὸ ποὺ τὸ ἄλλο πρόσωπο σπέρνει στὸ ἔδαφος τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἀγγλικῆς λέξης «humility» (=ταπείνωση). Προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ «humus», γόνιμο χῶμα, αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ πιὰ δὲν τὸ προσέχουμε γιατί εἴμαστε συνηθισμένοι σ’ αὐτό, βουβὸ καὶ σκοτεινό, ἱκανὸ νὰ χρησιμοποιεῖ σωστὰ τὰ σκουπίδια ποὺ ἀναποδογυρίζουμε πάνω του, ἱκανὸ νὰ μετασχηματίζει τὰ ἀπόβλητά μας σὲ πλοῦτο, νὰ ἀποδέχεται κάθε σπόρο, νὰ τοῦ δίνει σῶμα, ζωή, ἀνάπτυξη ἔτσι ὥστε αὐτὸς νὰ ὁλοκληρωθεῖ στὸν ἑαυτό του, χωρὶς ποτὲ νὰ τοῦ ἀλλάζει τὴ φύση του. Ὅπως ἡ πλούσια, σιωπηρὴ καὶ δημιουργικὴ γῆ, θὰ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Ἄλλο.
Ταπείνωση καὶ ὑπακοή.
Ἀλλὰ ἡ ταπείνωση αὐτὴ εἶναι ἐπίσης καὶ ὑπακοή. Ἡ λατινικὴ λέξη obaudire σημαίνει καὶ νὰ ἀκοῦς καὶ νὰ ὑπακοῦς. Πρέπει νὰ προσέχουμε γιὰ νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ ἐκμεταλλευόμαστε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὸ Θεό, ὁλοκληρωτικὴ προσοχή, γιατί πρέπει νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ νὰ ἔχουμε τὴν ἀποφασιστικὴ ἐπιθυμία νὰ δεχτοῦμε τὸ μήνυμά του καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε, δηλαδὴ νὰ μετασχηματιστοῦμε, νὰ ἀλλοιωθοῦμε, νὰ σταματήσουμε νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ νὰ γίνουμε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο κληθήκαμε.
Αὐτὴ ἡ θεμελιώδης στάση προσευχῆς μοιάζει λίγο μὲ ἕναν τσιλιαδόρο. Σηκώνεται νωρὶς τὸ πρωὶ γιατί πρέπει νὰ φτάσει τὰ χωράφια καὶ τὰ δάση πρὶν ξυπνήσουν τὰ πουλιά, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὸν δοῦνε νὰ ἔρχεται. Εἶναι σιωπηρὸς καὶ τελείως ἀκίνητος. Εἶναι γεμάτος μάτια καὶ αὐτιά. Εἶναι εὐαίσθητος σὲ κάθε ἦχο καὶ κίνηση. Ἀκούει καὶ κοιτᾶ ἀλλὰ δὲν θὰ δεῖ τί γίνεται γύρω του παρὰ μόνο, ἂν εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ προκαταλήψεις, ἕτοιμος νὰ ἀκούσει αὐτὰ ποὺ θὰ πεῖ ὁ Θεός. Εἶναι μία στάση αὐτὸ-παράδοσης ποὺ εἶναι ταυτόχρονα ἐξαιρετικὰ ἐνεργητική. Αὐτὸ-παράδοση γιατί σὰν τὴ γῆ, τὸ «χῶμα», προσφέρεται χωρὶς ἐνδοιασμό. Ἐνεργητική, γιατί εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀποκριθεῖ σὲ κάθε πρόταση τοῦ Θεοῦ, σὲ κάθε κλήση.
Κατὰ συνέπεια, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε μία πραγματικὴ συνάντηση μὲ τὸ Θεό, χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ σκέτα ὄργανα τῆς ἀκοῆς καὶ τῆς ὅρασης. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴ λαχτάρα, πρέπει νὰ θέλουμε νὰ δοῦμε καὶ ν’ ἀκούσουμε.
Μετάφραση: Βασίλειος Ὀρφανόπουλος
πηγή:http://www.agiazoni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου