Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε, ὅτι τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τεῖχος χάλκινο ἀνάμεσα σ᾿αὐτὸν καὶ τὸ Θεό, καὶ πέτρα ποὺ (γυρίζει) καὶ χτυπάει τὸν ἴδιο (τὸν ἄνθρωπο). Ἂν λοιπὸν τὸ ἐγκαταλείψει, θὰ λέει κι αὐτὸς (ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ):
«Ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (Ψαλμ. 17:30).
Ἂν πάλι τὸ δικαίωμα συνεργαστεῖ μὲ τὸ θέλημα, τότε ὁ ἄνθρωπος νικιέται.
- Ἡ φιλονικία παραδίνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀργή, ἡ ὀργὴ τὸν παραδίνει στὴν τύφλωση, καὶ ἡ τύφλωση τὸν ὁδηγεῖ στὴ διάπραξη κάθε κακοῦ.
Καὶ ἀποκρίθηκε:
- Ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη» ὁδὸς εἶναι τὸ νὰ ὑποτάσσει κανεὶς τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει, γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὰ θελήματά του. Αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε, καὶ τὸ «ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι» (Ματθ. 19:27).
Ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος εἶπε:
- Ἂν δὲν γκρέμιζα συθέμελα ὁλόκληρο (τὸ οἰκοδόμημα τοῦ θελήματός μου), δὲν θὰ μποροῦσα νὰ οἰκοδομήσω (πνευματικά) τὸν ἑαυτό μου. Ἂν δηλαδὴ δὲν ἐγκατέλειπα κάθε τί, πού, ἀπὸ τὸ δικό μου θέλημα, μοῦ φαινόταν καλό, δὲν θὰ μποροῦσα ν᾿ἀποκτήσω τὶς ἀρετές.
- Πῶς πρέπει νὰ εἶμαι στὸν τόπο ποὺ κατοικῶ;
- Ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, ἀποκρίθηκε, νὰ ἔχεις τὴ συναίσθηση πὼς εἶσαι πάροικος (δηλαδὴ ξένος, χωρὶς δικαιώματα).
Ἔτσι δὲν θὰ ζητήσεις (ποτέ) νὰ εἶναι πρῶτος ὁ λόγος σου, καὶ θὰ εἶσαι ἀναπαυμένος (ψυχικά).
- Νὰ μὴν ἱκανοποιήσεις (ποτέ) τὸ θέλημά σου.
Ἀπεναντίας, αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν ἀδελφό σου.
- Εἶπαν (κάποτε) οἱ κέδροι στὰ καλάμια: «Πῶς ἐσεῖς, μολονότι εἶστε ἀσθενικὰ καὶ ἀδύνατα, δὲν σπᾶτε τὸ χειμῶνα, ἐνῷ ἐμεῖς, ἂν καὶ εἴμαστε τόσο μεγάλοι, συντριβόμαστε ἢ καὶ ξεριζωνόμαστε καμιὰ φορά;» Καὶ τὰ καλάμια ἀποκρίθηκαν: «Ἐμεῖς, ὅταν ἔρθει ὁ χειμῶνας καὶ φυσήξουν οἱ ἄνεμοι, γέρνουμε μὲ τοὺς ἀνέμους πότε ἀπὸ δῶ καὶ πότε ἀπὸ κεῖ, γι᾿αὐτὸ καὶ δὲν σπᾶμε. Ἐσεῖς ὅμως κινδυνεύετε, ἐπειδὴ ἀντιστέκεστε στοὺς ἀνέμους».
Καὶ (μετὰ ἀπ᾿αὐτὴ τὴν παραβολή) εἶπε (συμπερασματικά) ὁ γέροντας:
- Πρέπει (λοιπόν) νὰ ὑποχωροῦμε ὅταν μᾶς προσβάλλουν καὶ νὰ δίνουμε «τόπον τῇ ὀργῇ» (Ρωμ. 12:19).
Νὰ μὴν ἐρχόμαστε σὲ σύγκρουση οὔτε νὰ πέφτουμε σὲ κακοὺς λογισμοὺς οὔτε νὰ λογομαχοῦμε καὶ νὰ δημιουργοῦμε ζητήματα.
Εἶπε λοιπὸν (κάποτε) ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
- Ἂς μαλώσουμε κι ἐμεῖς μία φορά, ὅπως οἱ ἄνθρωποι.
- Μὰ δὲν ξέρω πῶς γίνεται τὸ μάλωμα, ἀπάντησε ὁ ἄλλος.
- Νά, εἶπε ὁ πρῶτος, θὰ βάλω μία μικρὴ πλίθα στὴ μέση, καὶ θὰ λέω πὼς εἶναι δική μου. Ἐσὺ πάλι θὰ λὲς ὅτι δὲν εἶναι δική μου, ἀλλὰ δική σου. Καὶ ἔτσι θὰ γίνει ἡ ἀρχή.
Ἔβαλε λοιπὸν στὴ μέση τὴν πλίθα καὶ εἶπε στὸν ἄλλον:
- Αὐτὴ εἶναι δική μου.
- Ὄχι, εἶπε αὐτός, δική μου (εἶναι).
- Ἔ, ἂν εἶναι δική σου, πάρε την καὶ πήγαινε, ἀποκρίθηκε ὁ πρῶτος.
«Ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (Ψαλμ. 17:30).
Ἂν πάλι τὸ δικαίωμα συνεργαστεῖ μὲ τὸ θέλημα, τότε ὁ ἄνθρωπος νικιέται.
***
Ἕνας γέροντας εἶπε:- Ἡ φιλονικία παραδίνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀργή, ἡ ὀργὴ τὸν παραδίνει στὴν τύφλωση, καὶ ἡ τύφλωση τὸν ὁδηγεῖ στὴ διάπραξη κάθε κακοῦ.
***
Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς ρωτήθηκε, ποιὰ εἶναι ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη» ὁδὸς (Ματθ. 7:14).Καὶ ἀποκρίθηκε:
- Ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη» ὁδὸς εἶναι τὸ νὰ ὑποτάσσει κανεὶς τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει, γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὰ θελήματά του. Αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε, καὶ τὸ «ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι» (Ματθ. 19:27).
***
- Ἂν δὲν γκρέμιζα συθέμελα ὁλόκληρο (τὸ οἰκοδόμημα τοῦ θελήματός μου), δὲν θὰ μποροῦσα νὰ οἰκοδομήσω (πνευματικά) τὸν ἑαυτό μου. Ἂν δηλαδὴ δὲν ἐγκατέλειπα κάθε τί, πού, ἀπὸ τὸ δικό μου θέλημα, μοῦ φαινόταν καλό, δὲν θὰ μποροῦσα ν᾿ἀποκτήσω τὶς ἀρετές.
***
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:- Πῶς πρέπει νὰ εἶμαι στὸν τόπο ποὺ κατοικῶ;
- Ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, ἀποκρίθηκε, νὰ ἔχεις τὴ συναίσθηση πὼς εἶσαι πάροικος (δηλαδὴ ξένος, χωρὶς δικαιώματα).
Ἔτσι δὲν θὰ ζητήσεις (ποτέ) νὰ εἶναι πρῶτος ὁ λόγος σου, καὶ θὰ εἶσαι ἀναπαυμένος (ψυχικά).
***
Εἶπε πάλι (ὁ ἀββᾶς Ποιμήν):- Νὰ μὴν ἱκανοποιήσεις (ποτέ) τὸ θέλημά σου.
Ἀπεναντίας, αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν ἀδελφό σου.
***
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες εἶπε τὴν ἑξῆς παραβολὴ γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη:- Εἶπαν (κάποτε) οἱ κέδροι στὰ καλάμια: «Πῶς ἐσεῖς, μολονότι εἶστε ἀσθενικὰ καὶ ἀδύνατα, δὲν σπᾶτε τὸ χειμῶνα, ἐνῷ ἐμεῖς, ἂν καὶ εἴμαστε τόσο μεγάλοι, συντριβόμαστε ἢ καὶ ξεριζωνόμαστε καμιὰ φορά;» Καὶ τὰ καλάμια ἀποκρίθηκαν: «Ἐμεῖς, ὅταν ἔρθει ὁ χειμῶνας καὶ φυσήξουν οἱ ἄνεμοι, γέρνουμε μὲ τοὺς ἀνέμους πότε ἀπὸ δῶ καὶ πότε ἀπὸ κεῖ, γι᾿αὐτὸ καὶ δὲν σπᾶμε. Ἐσεῖς ὅμως κινδυνεύετε, ἐπειδὴ ἀντιστέκεστε στοὺς ἀνέμους».
Καὶ (μετὰ ἀπ᾿αὐτὴ τὴν παραβολή) εἶπε (συμπερασματικά) ὁ γέροντας:
- Πρέπει (λοιπόν) νὰ ὑποχωροῦμε ὅταν μᾶς προσβάλλουν καὶ νὰ δίνουμε «τόπον τῇ ὀργῇ» (Ρωμ. 12:19).
Νὰ μὴν ἐρχόμαστε σὲ σύγκρουση οὔτε νὰ πέφτουμε σὲ κακοὺς λογισμοὺς οὔτε νὰ λογομαχοῦμε καὶ νὰ δημιουργοῦμε ζητήματα.
***
Δυὸ γέροντες ζοῦσαν μαζὶ πολλὰ χρόνια, καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν.Εἶπε λοιπὸν (κάποτε) ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
- Ἂς μαλώσουμε κι ἐμεῖς μία φορά, ὅπως οἱ ἄνθρωποι.
- Μὰ δὲν ξέρω πῶς γίνεται τὸ μάλωμα, ἀπάντησε ὁ ἄλλος.
- Νά, εἶπε ὁ πρῶτος, θὰ βάλω μία μικρὴ πλίθα στὴ μέση, καὶ θὰ λέω πὼς εἶναι δική μου. Ἐσὺ πάλι θὰ λὲς ὅτι δὲν εἶναι δική μου, ἀλλὰ δική σου. Καὶ ἔτσι θὰ γίνει ἡ ἀρχή.
Ἔβαλε λοιπὸν στὴ μέση τὴν πλίθα καὶ εἶπε στὸν ἄλλον:
- Αὐτὴ εἶναι δική μου.
- Ὄχι, εἶπε αὐτός, δική μου (εἶναι).
- Ἔ, ἂν εἶναι δική σου, πάρε την καὶ πήγαινε, ἀποκρίθηκε ὁ πρῶτος.
Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ μαλώσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου