Τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ π. Ἀθανασίου
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἀπὸ μόνη της νὰ μᾶς διδάξει ὅλο τὸ μυστήριο τῆς πατρικῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ τρόπου σωτηρίας καὶ ἐπιστροφῆς τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεό. Ἔτσι, συνήθως, δίνεται μεγαλύτερη σημασία στὸν ἄσωτο υἱὸ καὶ στὸν τρόπο σωτηρίας του, ἀλλὰ καὶ στὴν παρουσία τοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἄφατη πατρικὴ ἀγάπη του δέχεται πίσω τὸν ἄσωτο γιό του. Ὁ ἄλλος γιὸς ὅμως, ὁ ἀδελφός τοῦ ἀσώτου, μένει στὸ περιθώριο, χωρὶς νὰ ἀσχοληθεῖ κανεὶς μ’ αὐτόν. Ὅμως, ὅταν ἀκούω τὴν παραβολὴ αὐτή, τὸ μυαλό μου μένει σ’ αὐτὸν τὸν τύπο τοῦ ἀνθρώπου, γιατί αἰσθάνομαι ὅτι ἐμεῖς οἱ «θρῆσκοι» μοιάζουμε μ΄ αὐτὸν οἱ περισσότεροι. Κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸ σύνδρομο αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἕνας μεγάλος κίνδυνος, ποὺ παραμονεύει ὅλους μας. Στὸ Εὐαγγέλιο γίνεται ἀναφορὰ γιὰ τὸν μεγαλύτερο...
γιὸ μὲ λίγα λόγια. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος υἱὸς καὶ ἔγινε ἡ ὑποδοχή του ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ διέταξε νὰ φέρουν τὴν πρώτη στολὴ γιὰ νὰ τὸν ντύσουν, καὶ νὰ θυσιάσουν τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτὸ καὶ νὰ γίνει χαρὰ καὶ εὐφροσύνη στὸ σπίτι, γιατί ὁ ἄσωτος ἦταν σὰν νεκρὸς ποὺ ἐπέζησε, καὶ χαμένος καὶ βρέθηκε, λέει ἡ παραβολὴ στὴ συνέχεια: «Ἢν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῶ».
Ὁ μεγαλύτερος υἱὸς ἦταν στὸν ἀγρὸ ἐργαζόμενος στὴν ἐργασία τοῦ πατέρα του. «Καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκία ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν», καὶ ὅταν ἔφτασε στὸ σπίτι ἄκουσε ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία. Αὐτὸ ποὺ μᾶς παραπέμπει στὴν πιὸ πάνω στιγμή, ποὺ γράφει γιὰ τὸν ἄσωτο υἱό, εἶναι ὅταν στράφηκε πίσω καὶ πλησίασε στὸ σπίτι, καὶ ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, ὁ πατέρας του ἔτρεξε καὶ τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν καταφίλησε καὶ «ἐπέπεσε ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ». «Καὶ ἰδὼν αὐτὸν ὁ πατὴρ ἐσπλαγχνίσθη». Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἕναν ὡραῖο λόγο: «πῶς τὸν εἶδε ὁ πατέρας, ἀφοῦ ἦταν μακριά;» Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ πατέρα ἔχουν μεγάλο βλέμμα καὶ μεγάλη δύναμη. Τὸν εἶδε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν εὐσπλαγχνία του.
Ἔτσι βλέπουμε δύο σκηνές: ὁ ἕνας πηγαίνει καὶ ὅταν πλησιάζει τὸν δέχεται ὁ πατέρας του καὶ τὸν καταφιλεῖ καὶ τὸν παρηγορεῖ καὶ τὸν ἐνδύει μὲ τὴ στολὴ τὴν πρώτη, ἐνῶ ὁ ἄλλος πηγαίνει καὶ μόλις ἀκούει τοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια μέσα στὸ σπίτι, φωνάζει ἕναν δοῦλο του καὶ θέλει νὰ μάθει τί συμβαίνει. Ταράχτηκε, δὲν τοῦ ἄρεσε. Ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε ὅτι ἐπέστρεψε ὁ ἀδελφός του καὶ ὅτι ὁ πατέρας του θυσίασε τὸν μόσχο τὸν σιτευτόν, γιατί τὸν παρέλαβε καὶ τὸν ἐδέχθη ζωντανὸ καὶ ὑγιῆ. Τότε ὁ ἀδελφὸς «ὠργίσθη καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν», ὀργίστηκε τόσο πολύ, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. «Ὁ οὒν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθῶν παρεκάλει αὐτόν». Τότε βγῆκε πάλι ὁ πατέρας, ὅπως καὶ προηγουμένως νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν ἄσωτο, καὶ τὸν παρακαλεῖ καὶ τὸν ἱκετεύει νὰ περάσει στὸ σπίτι.
Αὐτὸς ὅμως εἶπε στὸν πατέρα: «ἰδοὺ τοσαύτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἴνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ». Ἔχει τόσα χρόνια πού σοῦ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παρέβηκα καμμία ἐντολή σου καὶ σὲ μένα ποτὲ δὲν ἔδωκες οὔτε ἕνα ἐρίφιο, ὥστε νὰ χαρῶ μὲ τοὺς φίλους μου. «Ὄτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγῶν σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῶ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν». Ὅταν ἦρθε ὁ υἱός σου αὐτὸς πού σοῦ κατέφαγε τὴν περιουσία, θυσίασες τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτόν. Τότε τοῦ εἶπε ὁ πατέρας: «τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἰ, καὶ πάντα τὰ ἐμᾶ σὰ ἐστιν». Παιδί μου, ἐσὺ ἤσουν πάντοτε μαζί μου καὶ ὅλα τὰ δικά μου ἦταν καὶ δικά σου. «Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλῶς ἢν καὶ εὑρέθη». Ἔπρεπε νὰ χαρεῖς καὶ νὰ εὐφρανθεῖς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀνέζησε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε. Αὐτὸ εἶναι τὸ κείμενο τῆς περικοπῆς ποὺ ἀναφέρεται στὸν δεύτερο υἱό.
Πράγματι, νομίζω ὅτι, ἂν κανεὶς θέλει νὰ λυπηθεῖ κάποιον σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία, ἀναπόφευκτα καὶ ἄξιος πολλῶν δακρύων εἶναι ὁ ἄλλος υἱός, ὁ μεγάλος ἀδελφός. Εἶναι ἄξιος δακρύων, γιατί τελικὰ αὐτὸς δὲν ἔζησε πραγματικὰ μαζὶ μὲ τὸν πατέρα, δὲν κοινώνησε μὲ τὸν πατέρα, οὔτε χάρηκε, οὔτε κατάλαβε τὸν πατέρα του. Ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ μεγάλη τραγωδία, τὸ ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ τὸ παιδὶ συμπεριφέρθηκε ἔτσι. Γιατί οὐσιαστικὰ ποτὲ δὲν κατάλαβε τὸν πατέρα του. Ἦταν τόσα χρόνια μαζί του, ὅπως ὁ ἴδιος ἐκαυχάτο «ἰδοὺ τοσαύτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον». Τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω, καὶ ἀκολουθοῦσα πάντα τὴν ἐντολή σου, ἀλλὰ ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες οὔτε ἕνα κατσίκι, γιὰ νὰ φάω μὲ τοὺς φίλους μου. Ἡ τραγωδία βρίσκεται σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Στὸ ὅτι δηλαδὴ τόσα χρόνια δὲν κατάλαβε ποιὸ πατέρα εἶχε δίπλα του.
Ὁ ἄσωτος ἐνῶ ἔκανε τόσες ἁμαρτίες, φαίνεται ὅτι κάποια στιγμὴ ἀνακάλυψε τὸν πατέρα του μέσα στὴν καρδιά του. Ὅταν ὅμως κακοπαθοῦσε καὶ πεινοῦσε καὶ ἔβοσκε τοὺς χοίρους καὶ ἔτρωγε ἀπὸ τὴν τροφή τους, τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει ὅλοι καὶ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε σημασία. Εὐρισκόμενος μέσα σ’ αὐτὴ τὴν τελεία ἐξαθλίωση καὶ ἀπόρριψη καὶ ἐγκατάλειψη, ἐκεῖ θυμήθηκε τὸ σπίτι τοῦ πατέρα του. Βρῆκε τὸν ἑαυτό του καὶ ἀποφάσισε νὰ πάει πίσω στὸ σπίτι του. Αὐτὸ τὸ ἔκανε, γιατί ἤξερε ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας του. Ἦταν βέβαιος ὅτι, ἂν θὰ πήγαινε πίσω, ὁ πατέρας θὰ τὸν δεχόταν, καὶ αὐτὸς θὰ τοῦ ἔλεγε: «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου, ἀλλὰ κᾶνε μὲ σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς δούλους σου. Αὐτὸ ἦταν τὸ κλειδὶ ποὺ ἄνοιξε τὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα. Ἀλλὰ ἤξερε τὸν πατέρα καὶ τὸν τρόπο ποὺ θὰ μιλήσει σ΄ αὐτόν. Ὁ μεγάλος δυστυχῶς δὲν τὸ ἤξερε αὐτό. Δὲν κατάλαβε ποτὲ τὸν πατέρα του.
Καὶ γιὰ τὰ δικά μας δεδομένα εἶναι τραγωδία, ὅταν βλέπουμε ἀνθρώπους μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ ἐργάζονται, ὅπως ὅλοι μας, τὴν πνευματικὴ ἐργασία, νὰ ἀγωνίζονται πνευματικά, νὰ διαβάζουν, νὰ νηστεύουν, νὰ προσεύχονται καὶ νὰ κάνουν ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ἔχουν μία συμπεριφορὰ ἀκατανόητη: σὰν νὰ μὴν ἄκουσαν καὶ δὲν εἶδαν ποτὲ τὸν Θεὸ μπροστά τους καὶ δὲν κατάλαβαν ποτὲ τὸ Εὐαγγέλιο, σὰν νὰ ἦταν κάτι ἄγνωστο γι’ αὐτούς. Καὶ λέει κανείς, πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος νὰ εἶναι τόσα χρόνια μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ κοινωνεῖ, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἔχει σκληρότητα καὶ μία κατάσταση μὲς στὴν ψυχή του, πού δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν Χριστό; Γιατί τὸ παθαίνουμε αὐτό; Γιατί παθαίνουμε ὅ,τι ἔπαθε καὶ ὁ μεγάλος υἱός. Μᾶς μπαίνει ἡ ἰδέα ὅτι «ἰδοὺ τοσαύτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον». Ἐγὼ εἶμαι τόσα χρόνια δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ποτὲ δὲν παράκουσα μία ἐντολή. Αὐτὴ ἡ ἱκανοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ μας ὅτι κάνουμε πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι εὐάρεστα στὸν Θεό, αὐτὴ ἡ πεποίθηση ὅτι τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ πράγματι τὶς κάνουμε ὅπως τὸ παιδὶ τῆς παραβολῆς, ποὺ ἦταν τόσα χρόνια στὴ δούλεψη τοῦ πατέρα του, αὐτὴ ἡ πεποίθηση εἶναι καὶ ἡ αἰτία νὰ ἔχουμε μία εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας ἐντελῶς λανθασμένη.
Ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ θὰ φανεῖ τί ἔχουμε μέσα στὴν ψυχή μας, τότε βγαίνει πρὸς τὰ ἔξω ἕνας ἐαυτὸς καὶ ἕνας ἄνθρωπος τελείως παράξενος, ἀλλότριος τοῦ Θεοῦ, μάλιστα μ’ ἕνα πρόσχημα δικαιοσύνης, ὅπως εἶχε αὐτὸς ὁ μεγάλος υἱός. Λέει ὁ μεγαλύτερος υἱὸς πρὸς τὸν πατέρα του: «ὁ υἱός σου, δὲν τὸν εἶπε καν ἀδελφό του, ἐνῶ κατέφαγε τὴν περιουσία σου ὅλη, καὶ τὴ ζωὴ του τὴν πέρασε μέσα στὴν πορνεία καὶ τὴν ἀκαθαρσία, ἦρθε τώρα πίσω καὶ ἀπολαμβάνει ὅ,τι εἶχε προηγουμένως καὶ ἀκόμα περισσότερα, ἐνῶ αὐτὸς δὲν ἀπόλαυσε αὐτὴ τὴν περιποίηση ἀπὸ τὸν πατέρα. Γιατί λοιπὸν αὐτό; Διότι ἀκριβῶς δὲν αἰσθάνθηκε ποτὲ του τὴν ἀνάγκη νὰ γνωρίσει τὸν πατέρα του.
Λέει κάπου ὁ Χριστός: «αὔτη ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἴνα γινώσκωσί σε τὸν μόνο ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὂν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ἡ αἰώνιος ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί σημαίνει γνώση τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Χριστός: «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδία». Τελικὰ ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι σχέση ὀπαδοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κάτι ποὺ μᾶς ἀρέσει, καὶ τὸν πιστεύουμε ἀλλὰ εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο, γιατί μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ δημιουργία μας εἶναι κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα μας. Πῶς μποροῦμε διαφορετικὰ νὰ εἴμαστε πραγματικὰ παιδιά του; Ἂν δὲν ἔχουμε ἴχνη πού νὰ μοιάζουν μαζί Του, πῶς θὰ τοῦ μοιάσουμε; Καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίζουμε ὅτι θὰ τοῦ μοιάσουμε ἐξωτερικὰ καὶ ἔτσι θὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ Αὐτόν, μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό Του, λέγοντάς μας: «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδία καὶ εὐρήσητε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν».
Μὲ ἕναν λόγο ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτὸ Του ὁλόκληρο. Γιὰ νὰ μὴν πλανώμεθα καὶ νὰ μὴ βρίσκουμε δικαιολογία ὅτι δὲν ξέραμε ἢ δὲν καταλάβαμε ὅτι ἔτσι εἶναι. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε ὅμως πρέπει νὰ συντρίψουμε τὸ εἴδωλό μας. Ἂν δὲν συντριβεῖ αὐτὸ τὸ εἴδωλο τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ φρόνιμου, τοῦ ἠθικοῦ, τοῦ καθὼς πρέπει, τοῦ συνετοῦ, τοῦ δουλευτῆ στὸν Θεὸ καὶ μάλιστα τοῦ «τοσαύτα ἔτη» ἐργαζομένου, δὲν πρόκειται νὰ τὸν καταλάβουμε.
Ἔλεγαν κάποιοι τύποι, λίγο περίεργοι, στὸν Γέροντα Παΐσιο: «Γέροντα, ἔχετε πολλὰ χρόνια στὸ Ἅγιον Ὅρος»; Αὐτὸς τοὺς ἔλεγε πὼς ἦρθε τὴν ἴδια χρονιὰ μὲ τὸ μουλάρι τοῦ γείτονα. Τὴ χρονιὰ ποὺ ἔφερε αὐτὸς τὸ μουλάρι του στὸ Ἅγιον Ὅρος, μπῆκε κι αὐτός. Ἤθελε νὰ τοὺς πεῖ ὅτι καὶ τὸ μουλάρι εἶναι στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅμως δὲν ἔγινε καὶ κανένα ἅγιο μουλάρι, μουλάρι ἦταν, μουλάρι ἔμεινε. Βέβαια, τὸ ἔλεγε ἀπὸ ταπείνωση γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ δὲν εἶχε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ πέρασαν μέσα ἀπὸ τὴν κάμινο τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων καὶ ἀπέκτησαν τὴν ταπείνωση. Καὶ ὅταν λέμε πειρασμὸ μὴν πηγαίνει τὸ μυαλό μας μόνο σὲ πειρασμούς, ποὺ παθαίνει κανεὶς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ διώκεται, γιατί εἶναι εὐσεβὴς καὶ ἀγαπᾶ τὸν Χριστό. Ἔχει πειρασμοὺς ἁμαρτίας καὶ παθῶν ποὺ μᾶς ἐξευτελίζουν, ἀλλὰ καὶ πειρασμοὺς ἀθεΐας καὶ ἄλλους πολλούς. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δοκιμάζουν φοβεροὺς πειρασμούς.
Ἂν διαβάσουμε τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Νήφωνος ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς, θὰ δοῦμε τί φοβεροὺς πειρασμοὺς πέρασε. Γιὰ ἀρκετὰ χρόνια, ἐνῶ ἦταν φοβερὸς ἀγωνιστής, πολεμεῖτο ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς ἀθεΐας. Τοῦ ἔλεγε ὁ διάβολος ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸς ἔλεγε: «Κύριε, βοήθα με». Ἦταν τόσο ἰσχυρὸς ὁ πόλεμος, ποὺ θὰ τρελαινόταν. Τοῦ ἔλεγε ὅτι ἐσὺ εἶσαι πόρνος, μοιχὸς καὶ τὸν πολεμοῦσε συνεχῶς. Τότε ὁ Ἅγιος ἀπαντοῦσε στὸν διάβολο «ἐγὼ κὰν πορνεύσω κὰν μοιχεύσω κὰν φονεύσω κὰν ὁτιδήποτε πράξω, τῶν ποδῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ οὐκ ἀφίσταμαι» . Ἔβαλε τὸν ἑαυτὸ του ἐκεῖ κάτω, συνέτριψε τὸ εἴδωλό του, ἔφυγε τὴν εἰκόνα τοῦ καλοῦ παιδιοῦ, τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ καθὼς πρέπει, τοῦ ἠθικοῦ ποὺ ἔχει «καθαρὸ τὸ μέτωπό του καὶ τὰ χέρια του». Ἔφυγαν ὅλες αὐτὲς οἱ εἰκόνες καὶ συνετρίβη.
Θεωρῶ ὅτι ὁ Ἄσωτος εὐρισκόμενος σὲ χώρα μακρινὴ καὶ ζώντας ἀσώτως καὶ περνώντας ὅλη αὐτὴ τὴν καταστροφικὴ ταλαιπωρία, ἀφοῦ κατέστρεψε τὰ πάντα, συνέτριψε τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ ὄχι ζωηφόρα. Παρόλο ποὺ διαλύθηκε κυριολεκτικὰ ὅταν ἔβοσκε τοὺς χοίρους, καὶ πεινοῦσε καὶ ὅλοι τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ ἔφτασε στὸν ἅδη τῆς ἀπόρριψης καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, ἐκεῖ θυμήθηκε τὸν πατέρα του. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν σκοτάδι, ἅδης, ἀπελπισία. Ἐκεῖ ποὺ λὲς ὅλα τελείωσαν καὶ ὁ θάνατός σου φαίνεται λύτρωση. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν ἑαυτό του. Τὸν πατέρα του τὸν συνάντησε ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη στιγμή, ποὺ εἶπε: «Ἀναστᾶς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα». Αὐτὸ τὸ πράγμα τὸν βοήθησε νὰ συνέλθει.
Ὁ ἄλλος δὲν εἶχε καμία τέτοια ἐμπειρία. Ὄχι, γιατί τοῦ τὴν στέρησε ὁ Θεός, ὄχι γιατί τοῦ τὴν στέρησε ὁ πατέρας του, ἀλλὰ γιατί ἡ ἰδέα περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅτι τόσα χρόνια αὐτὸς δὲν παρέβηκε καμία ἐντολὴ καὶ ἦταν καλὸς υἱὸς καὶ ποτὲ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε, τοῦ δημιούργησε τὴν αὐτοπεποίθηση, τὴν καλὴ εἰκόνα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἡ ὁποία δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἀνακαλύψει τὸν Θεὸ πατέρα του. Αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ τραγωδία ποὺ πολλὲς φορὲς κυριεύει κι ἐμᾶς, τοὺς «θρήσκους» ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ δὲν κάνουμε καὶ μεγάλα κακὰ ἢ τὰ κάνουμε κρυφὰ ἢ τὰ δικαιολογοῦμε κιόλας καὶ δὲν βιώνουμε αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ δὲν τὴν καταλαβαίνουμε. Δὲν μποροῦμε νὰ λειτουργήσουμε ὅπως εἶναι ὁ Θεός, γιατί δὲν βιώσαμε ποτὲ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά μας, ἀφοῦ ποτὲ δὲν τὸν μάθαμε.
Ἐγὼ λυπᾶμαι πολλὲς φορὲς καὶ πρῶτα τὸν ἑαυτό μου, ὅταν βλέπω καὶ ἀκούω ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζονται ἀπαξιωτικᾶ γιὰ ἄνθρωπο ἁμαρτωλό, πλανεμένο, ἄσωτο, κακοποιό. «Μὴν τὸν συναναστρέφεσαι, μὴν τοῦ μιλᾶς, γιατί εἶναι χαμένος». Ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει διακρίσεις. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν μᾶς διδάσκει νὰ βλέπουμε τοὺς ἄλλους ὑποτιμητικά. Πῶς μποροῦμε νὰ λειτουργήσουμε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο; Σημαίνει ὅτι δὲν καταλάβαμε ποτὲ μας τί σημαίνει Εὐαγγέλιο, Θεός. Δὲν καταλάβαμε ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι καὶ ὁ ἔχων τὴν ἀγάπη ἐν τῷ Θεῶ μένει». Δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσουμε διαφορετικά, δὲν μποροῦμε νὰ ὑπάρξουμε. Κριτήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ ἀγαπήσεις τὸν ἀδελφό σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα ὅσα κάνουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ καταλήγουν στὴν ἀγάπη, καὶ ἡ νηστεία, καὶ ἡ προσευχὴ καὶ οἱ μετάνοιες. Ἂν δὲν καταλήγουν ἐκεῖ στὴν ἀγάπη καὶ ὅλα τρέφουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν αὐτοπεποίθησή μας, τότε ἀντὶ οἱ ἀρετὲς νὰ γίνονται χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνονται φαρμάκια, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό. Αὐτὸ πράγματι εἶναι πολὺ θλιβερό, γιατί θὰ ἔρθει ὥρα κάποια στιγμὴ στὴ ζωὴ μας ἀναπόφευκτα ποὺ εἴτε ἕνας πειρασμός, εἴτε μία θλίψη ἢ μία δοκιμασία καὶ καταστροφή, ἕνας θάνατος, μία ἀρρώστια, κατάρρευση οἰκονομικὴ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, ποὺ ἀμέσως θὰ μᾶς ἀναστατώσουν.
Ἔτσι λέμε, γιατί ὁ Θεὸς δὲν μὲ προστάτευσε, γιατί σὲ μένα, ποῦ εἶναι ὁ Θεός, γιατί ὁ ἄλλος ὁ κακὸς ἄνθρωπος πού δὲν πάει ἐκκλησία, πού δὲν νηστεύει, πού δὲν προσεύχεται, ὅλα τοῦ πάνε καλὰ κι ἐμένα ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο; Ἀρχίζουν ὅλα αὐτὰ ποὺ δείχνουν ὅτι ἡ πνευματική μας ζωὴ δὲν εἶναι ὑγιής. Σίγουρα ὁ Θεὸς δὲν παραβλέπει τίποτε. Ὅ,τι τοῦ δώσουμε θὰ τὸ πάρει καὶ θὰ μᾶς οἰκονομήσει, δὲν θὰ μᾶς ἀπορρίψει, ἐὰν κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Ὅμως αὐτὴ ἡ κρίση εἶναι σημαντικὴ καὶ ἀπαραίτητη στὴ ζωή μας, γιὰ νὰ δοῦμε τί γίνεται μέ μᾶς. Τιγίνεται μὲ τὴν ποιότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν πλανόμαστε, ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, διὰ Πνεύματος Ἁγίου μας ἀποκάλυψε τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ μᾶς λέει νὰ μὴν πλανόμαστε καὶ νὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε κάτι. Μᾶς ἔβαλε ἕναν κατάλογο πραγμάτων, γιὰ νὰ βάλουμε τὸν ἑαυτό μας μπροστὰ καὶ νὰ τὸν κρίνουμε. Καὶ λέει: «ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, πραότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, ἐγκράτεια» καὶ ἄλλα ἄμετρα χαρίσματα. Ἂς τὰ πάρουμε ἕνα ἕνα καὶ νὰ δοῦμε ποιὸ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀκολουθοῦμε, νὰ δοῦμε πῶς λειτουργεῖ ὁ ἐαυτός μας. Ἔχω χαρὰ στὴν ψυχή μου ἢ ἔχω μόνο ὅταν γίνονται τὰ θελήματά μου, καὶ ὅλα μοῦ πᾶνε καλά; Ὅλα αὐτὰ ἂν δὲν τὰ ἔχω, τί πρέπει νὰ κάνω; Νὰ κλάψω, καὶ νὰ διερωτηθῶ ποῦ εἶναι ὅλα αὐτά; Αὐτὴ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συντρίψει τὴν καρδία μου ἐπιτέλους καὶ νὰ καταλάβω ὅτι κάτι δὲν πάει καλά.
Καὶ ὅταν δῶ ἐκεῖνες τὶς συμπεριφορὲς τὶς ὑπερφίαλες, τὶς ἐγωιστικὲς καὶ ἀπορριπτικὲς πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ τὶς ἀρνηθῶ. Τουλάχιστον, ἂς γίνουμε εἰλικρινεῖς καὶ ἂς βροῦμε κι ἐμεῖς αὐτὸ τὸ κλειδὶ τοῦ Θεοῦ. Τὸ κλειδὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὸ ποὺ βρῆκε καὶ ὁ Τελώνης: «ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῶ». Οὔτε τὰ μάτια του δὲν σήκωσε στὸν οὐρανό. Κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν λυπηθεῖ. Ὁ ἄλλος ἔλεγε μὲν «εὐχαριστῶ», ἀλλὰ δὲν ἦταν, ὅπως πίστευε, «σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους», ἢ ὅπως τὸν Τελώνη. Ἔκανε ἐλεημοσύνες, νήστευε καὶ ἦταν καλός!
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἄσωτος, πῶς κέρδισε τὸν Θεό; Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Εἶπε: «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου». Ἀμέσως ἔγινε δεχτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα. Ὁ ἄλλος πῆγε «δικαιωματικά»: «ἐγὼ εἶμαι τόσα χρόνια καὶ σοῦ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παρῆλθα καμία ἐντολή σου». Ὅλα, βέβαια, αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ ἀδελφός τοῦ ἀσώτου ἦταν ἀληθινὰ καὶ ἀνθρωπίνως ἴσως νὰ εἶχε καὶ δίκαιο. Ὅμως δὲν ἤξερε τὸν πατέρα του, δὲν μποροῦσε νὰ τὸν πλησιάσει, δὲν τὸν ἔμαθε ποτέ, ἦταν ξένος πρὸς αὐτόν.
Λέει τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ γιὰ τὸν ληστή: «κλείδα βαλῶν τὸ μνήσθητί μου ἐν τῇ Βασιλεία σου» καὶ ἀμέσως ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου καὶ μπῆκε μέσα. Τὸ Εὐαγγέλιο τελικὰ ἔλεγαν οἱ Πατέρες εἶναι τόσο εὔκολο ἀλλὰ καὶ τόσο δύσκολο. Ὅποιος δὲν βρεῖ τὸ κλειδί, κτυπάει πάνω στὴν πόρτα. Αὐτὸ τὸ κλειδὶ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ βροῦμε. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ ὅλη ἡ εὐλογημένη περίοδος τοῦ Τριωδίου συνεχῶς μᾶς τὸ ἔχει μπροστά μας. Τὴν ταπείνωση, τὴ μετάνοια, τὴ μίμηση τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ μιμηθοῦμε τὸν Θεό; Ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ μάθουμε πῶς θὰ τὸν μιμηθοῦμε. Ποιοὶ τὸν μιμοῦνται; Αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν παντοῦ: στὸ Πάθος, στὸν Σταυρὸ καὶ σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα χαρακτήρισαν τὴ ζωή Του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε καὶ τὴ δική μας Ἀνάσταση.
(ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας)
orthodoxia-ellhnismos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου