Βρέθηκα τελευταία σε μια κεντρική εκκλησία των Αθηνών και έζησα βαθύ πόνο. Την ώρα που κοινωνούσαν οι αρχιερείς και οι ιερείς, γύρω μου είχαν στηθεί «πηγαδάκια» - και όχι από ανθρώπους χωρίς παιδεία.
Η θλιβερή αυτή σκηνή έφερε στη μνήμη μου μια συζήτηση με το Γέροντα Πορφύριο πριν από πολλά χρόνια. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω μερικά κεντρικά νοήματα από εκείνα που μου έλεγε και έμειναν ζωηρά στη μνήμη μου. Ήταν κι εκείνος στενοχωρημένος, γιατί οι πιστοί έχουν απαιτήσεις – και δικαίως – από τον ιερέα, να είναι προσευχόμενος στο Άγιο Βήμα, αλλά οι ίδιοι πολλές φορές με τη στάση τους δεν τον βοηθούν.
- Ενώ, έλεγε, τους θυμιάζω εκείνοι δεν υποκλίνονται. Λέω «στώμεν καλώς» και αυτοί κάθονται. Τους ευλογώ κι εκείνοι κουβεντιάζουν. Και το τραγικότερο, λέω «πίετε εξ’ αυτού πάντες» και προσέρχονται στη Θεία Κοινωνία ελάχιστοι. Μεγάλος πόνος για τον ιερέα.
Ρώτησα: Πρέπει γέροντα να κοινωνούν όλοι;
Αλλιώς, χωρίς Θεία Κοινωνία, χωρίς Χριστό, πώς θα βγεις μέσα στην καθημερινότητα; Ήρθες στην Εκκλησία και έχασες το σπουδαιότερο, το Δώρο, το πάν; Έμεινες με το αντίδωρο;
Ξέρεις, βρε Γιωργάκη, τι είναι το Άγιο Θυσιαστήριο; Ό,τι πολυτιμότερο επί της γης. Οι βασιλικοί θρόνοι, οι προεδρικοί θώκοι, οι ακαδημαϊκές έδρες έχουν μικρή αξία. Η Αγία Τράπεζα είναι η φλεγόμενη βάτος. Εδώ κατεβαίνει ο Χριστός, το Άγιο Πνεύμα παρόν, οι άγγελοι τριγύρω. Φοβερό θέαμα. Εγώ πολλές φορές φοβόμουνα να ακουμπήσω τα χέρια μου επάνω στην Αγία Τράπεζα.
Και σ’ αυτό το θαύμα μπροστά να ακούς τους πιστούς να ψιθυρίζουν για πεζά θέματα, να μη βιώνουν το μοναδικό γεγονός.
Ποιος λειτουργεί μωρέ; Ο παππάς μόνος του, ή όλοι – κλήρος και λαός- μαζί; Γιατί τη λέμε «λειτουργία»;
Έ! Όπως στέκεται ο ιερέας, πρέπει να στέκεται και ο πιστός. Συγκεντρωμένος. Απόλυτα παραδομένος στο Θεό. Αυτή την ώρα δεν είμαστε στη γη. «Οι τα Χερουβείμ εικονίζοντες». Είμαστε στον ουρανό, μπροστά στην Αγία Τριάδα. Χωρίς «βιοτική μέριμνα». Είμαστε όλοι ιερουργοί… Πώ, πώ, πώ!!! Τι μας αξιώνει ο Θεός να ζούμε!
Εάν πιστεύουμε ότι μπροστά μας τελεσιουργείται η Μεγάλη Θυσία, θα πρέπει να στεκόμαστε «μετά φόβου Θεού». Να κλαίμε από ευτυχία που ο ίδιος ο Θεός κατέρχεται και θυσιάζεται από αγάπη για μας.
Εάν δεν πιστεύουμε, γιατί ερχόμαστε στην Εκκλησία; Ποιόν κοροϊδεύουμε; Πιο συνεπείς είναι αυτοί που δε μπαίνουν στο Ναό.
- Πας βρε Γιωργάκη, σε συναυλίες μουσικής;
- Ναι, Γέροντα, με ξεκουράζουν.
- Άκουσες κανένα να κουβεντιάζει εκεί; Όλοι είναι σιωπηλοί, Να μη διακόψουν το έργο. Έ! Ποιο έχει μεγαλύτερη αξία; Οι «ήχοι» της μουσικής, που πράγματι ξεκουράζουν, ή η «βοή» του Αγίου Πνεύματος, που σώζει;
Εάν σε καλέσει ο βασιλιάς, ή ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και φωνάξει το όνομά σου να πάρεις το δώρο του, μπορείς να του γυρίσεις την πλάτη και να του πεις «δεν το θέλω»; Γιατί στο Χριστό που για «την πολλή Του αγάπη» θυσιάζεται αυτή τη στιγμή για σένα, εσύ δεν προσέρχεσαι, αλλά γυρνάς την πλάτη και ψιλοκουβεντιάζεις; Και τι δώρο προσφέρει! Τον Εαυτό Του.
Στην εκκλησία σιωπούμε, συγκεντρωνόμαστε και μιλάμε στο Θεό…
Τα κατάλαβες αυτά που λέω;
Εάν ναι, έχεις ευθύνη να ευαισθητοποιείς και τους άλλους αδερφούς μας που αγνοούν τα τελεσιουργούμενα φρικτά μυστήρια.
Έτσι είναι όπως τα λέω.
Να μας δίνει ο Θεός δύναμη να αντέχουμε το «θαύμα».
Κανονικά θα έπρεπε και ο ιερέας και ο πιστός να πεθαίνουν, ζώντας τόσο κοντά το Μυστήριο, τόσο κοντά στον ήλιο. Αλλά ευδοκεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός και - άκου φρικτό πράγμα- αναπαύεται κιόλας στη μηδαμινότητά μας…
Εδώ έκλαψε ο σεβάσμιος γέροντας, ο αληθινός λειτουργός… Και πρόσθεσε:
- Φεύγεις, έτσι, από τη Θεία Λειτουργία γεμάτος γαλήνη, που ακτινοβολεί και στο περιβάλλον… Τώρα μεταφέρεις Χριστό. Έγινες χριστοφόρος.
Μια ευχή τα λέει όλα: «Δος ημίν εν οσιότητι λατρεύειν Σοι». [Γ. Παπαζάχος, Περιοδ. ΤΟΛΜΗ, Μάρτιος 2001, σ. 23]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου