Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Φώτης Κόντογλου:Καλοκαίρι στο Άγιον Όρος.

Στ᾿ γιον ρος πγα πολλς φορές. Τν πρώτη φορ κάθησα παραπάνω πδυ μνες κ᾿ κανα γνωριμία μ πολλος πατέρες κα λαϊκούς, γιατ πάρχουνεκε πέρα κα γωγιάτες ρβαντες, παραγυιο κα γεμιτζδες πο φορτώνουνε κερεστ (ξυλεία) στ καράβια. Στ Δάφνη, πο εναι  σκάλα πο πιάνουνε τβαπόρια, βρισκόντανε κα κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ᾿ κε γνωρίσθηκα μ τρεςϊβαλιτες κα περάσαμε πολ μορφα. π κε πγα στς Καρυές, μ δν κάθησα πολύ, γιατ γύρευα θάλασσα.

Πγα στ μοναστήρι τν βήρων μαζ μ να γέροντα πο πουλοσε βιβλίαστς Καρυς κα πο τν λέγανε βέρκιον ΚομβολογνΣ᾿ ατ τ μοναστρι κάθησα κάμποσο. Πι πολ μ τραβοσε  ρσανς, δηλαδ τ μέρος ποβάζουνε τς βάρκες κα τ σύνεργα τς ψαρικς. φησα τ γένεια μου, τξέχασα λα κα γίνηκα ψαρς. τρωγα, πινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζ μτος ψαρδες πο τανε λο καλόγεροι, ο πι πολλο Μπουγαζιανοί, δηλαδπ τ μπουγάζια τς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζω πο πέρασα! διαίτερη φιλίαδεσα μ τρες.  νας τανε ς εκοσιπέντε χρον, καλ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στ κάθε τί κ᾿ εχε καλογερέψει π μικρός: τν λέγανε Βαρθολομαο.  λλος τανε ς σαράντα χρονν, ψαρς π τ χωριό του, κοντόφαρδος, πλός, συχος, λιγομίλητος, κακος, «πτωχς τ πνεύματι», ταπεινς κα τν λέγανε Βασίλειο.  λλος τανε γέρος σν τν γιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζς κα τν λέγανε Νικάνορα.  Βαρθολομαος διάβαζε κα βιβλία μ ταξίδια θαλασσινά. νάμεσα σ λλα εχε στ κελλί του κα τ δυτρία βιβλία το ουλίου Βέρν. Μ᾿ ατν ψαρεύαμε στακούς. βγαζε κακοράλλια κα μο δειχνε πς ν τ ψαρεύω.
 ρσανς τανε να σπίτι μακρύχτισμένο πάνω στ θάλασσα μέσα σ᾿ναν κόρφο πο τν ποσκέπαζε νας κάβος κα γι κεραμίδια εχε μαρεςπλάκεςΜπροστ εχε κάτι ξέρες πο σκάζανε ο θάλασσες ποτε περνε βορις, κι π πάνω κατεβαίνανε τ βράχια φυτρωμένα μ μυρσίνες, μ πουρνάρια κακάθε γριο χαμόδεντρο.  ρσανς εχε πεντέξη κάβιες (κάμαρες) ραδιασμένες κα μπροστ εχε να χαγιάτι πο κουμποσε σ κάτι δοκάρια π γριόξυλα.κε μέσα κοιμόμαστε. π κάτω εχε κάτι χαμηλς καμάρες κα μέσα στς καμάρες τραβούσανε τς βάρκες. Τ δίχτυα τ πλώνανε πάνω στ μπαρμάκια (κάγκελα) το χαγιατιοκε πο κοιμόμαστε κούγαμε π κάτω μας τθάλασσα πο μπαινε μέσα στς καμάρες κα κυλοσε τ χαλίκια κα μς νανούριζε. Παλι εκονίσματα τανε κρεμασμένα μέσα στν ρσαν κ᾿ καιγεκοίμητο καντήλι.
φησα γεία στος βηρτες κα τράβηξα μ τ πόδια κα πγα στ μοναστριτο ΚαρακάλλουΚ᾿ κε πέρασα πολ καλά· ο πατέρες μ εχανε σν δικό τους. Ατ τ μοναστρι εναι κοινόβιο κα τότες εχανε γούμενο ναν γιο νθρωπο, τν Κοδρτο, γέροντα συχον, ερηνικόν, ποιμένα ληθινόν,  καταγωγή τουπ τ λάτσατα.  ρσανς το Καρακάλου τανε πίσημος, νας βυζαντινς πύργος χτισμένος πάνω σ᾿ ναν βράχο. Κάθησα κ᾿ κειπέρα κάμποσες μέρες.π κε πγα στ Μοναστήρι τς Μεγίστης Λαύρας, πο βρίσκουνται πολλκειμήλια κ᾿ ο θαυμαστς γιογραφίες το Θεοφάνη το Κρητός.
«Τότε σηκώνεσαι κα σύκα παίρνεις κα τν άβδαν,περιπατες κα ρχεσαι ες τν γίαν Λαύραν.Κα ναπαύεσαι κε σον καιρνθελήσεις,σον ν ερς συντροφιν κα πλοον ν κινήσεις».
π κε λοιπν πρα κ᾿ γ τν άβδαν κα τράβηξα ν πάγω στΚαψοκαλύβιαΜαζί μου ρθε κ᾿ νας πλοϊκς καλόγερος, ψηλς κι δύνατος, μ᾿λο πο τανε ψωμς στ μοναστήρι. Τ μονοπάτι περν π για κ᾿ μορφα μέρη, ς πο φτάνει πάνω π κάτι θεόχτιστους κάβους, πο κοιτάζουνε καττ νοτιά, στ᾿ νοιχτ πέλαγο. π τ μέρος τς στερις στέκεται πάνω π τκεφάλι σου  θωνας. Σ᾿ να μέρος βλέπεις τν ποδι το βουνο πο στέκεται κοφτ πάνω π τ θάλασσα, σν νναι κομμένη μ τ μαχαίρι, λς καξεκόλλησε πρ λίγη ρα να κομμάτι βουν κ᾿ πεσε στ θάλασσα. Κι ληθινά,πως μο επανε πι στερα ο Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τ βουν μι μέρα στ1900, κ᾿ πεσε μονοκόμματο στ θάλασσα κα πλάκωσε δυ τρία ψαραδόσπιτα μ καμι δεκαρι πατέρες.  σεισμς κούνησε λη τ Μακεδονία.
Στ Καψοκαλύβια κάθησα πι πολν καιρ π τ᾿ λλ τ μοναστήριαΤόσο δικό τους μ εχανε ο πατέρες, πο ποτε κάνανε σύναξη πρεπε ν καθήσω κ᾿γ στ συμβούλιο πο συζητούσανε «τ τς σκήτεως». Μ᾿ χουνε γράψει καστος δρυτς κα μ μνημονεύουνε μετ τς συμβίας κα τν τέκνων. διαίτερη φιλία δεσα μ τν πάτερ σίδωρο, πο μ᾿ εχε στ κελλί του. λλη φορ γραψα πολλ γι δατον. Τότες τανε ς τριανταπέντε χρονν κ᾿ εχε γι δόκιμο τν μπαρμπα-Χαραλαμπο π τ Καστελλόριζο, ς βδομήντα χρονν, τελώνιο τς θάλασσας, πο ζησε φουΐστρος στ βαπόρια κα ταξίδευε σαμε τν Κίτρινο ποταμ τς Κίνας.
Εχε ρθει μι μέρα στ Καψοκαλύβια νας καλόγερος π κάποιοψαραδόσπιτο πο τανε νάμεσα στν κάβο Σμέρνα κα στ Καψοκαλύβιακατν φιλοξένησε  πάτερ σίδωροςκα γνωρισθήκαμεΤν λέγανε Νελο, κ᾿ τανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μ προσκάλεσε ν πάγω στ κελλί του. Σ δυ τρες μέρες, πγα. Στ ρος βλέπει κανένας πολλ συνήθιστα πράγματα κα χτίρια, πλν τ κελλ το πάτερ Νείλου τανε π τ πι παράξενα. Σ᾿ ατ τ μέρος κατεβαίνανε δυ ραχοκοκαλις π βράχια κα κάνανε δυ κάβους ποτραβούσανε βαθει στ θάλασσα,  νας πολ κοντ στν λλον, τόσο, πολεγες πς τ νερ πο βρισκότανε νάμεσά τους τανε ποτάμι κι χι θάλασσα.κε πο σμιγε  νας κάβος μ τν λλον, σηκωνόντανε δυ ράχες π βράχια κ᾿ τανε τόσο κοντά, πο σκοτεινιάζανε κενο τ μέρος, ς λαμπε  λιος τκαλοκαίρι.
Σ᾿ ατ τ μέροςμέσα σ᾿ ατ τν τρύπατανε χτισμένος  ρσανς τοπάτερ ΝείλουΤ νερ τανε πατα κα σκοτειν μέσα σ κενο τ κανάλι. Τσπίτι τχανε χτισμένο λίγο παραπάνω π τ θάλασσα, θεμελιωμένο στ βράχο, μ χαγιάτια κα μ καμάρες, πως συνηθίζεται στ ρος π τ παλη χρόνια, μ μαρες πλάκες ντ γι κεραμίδια. Λίγο παραπάνω τανε χτισμένη κκλησιά, μικρή, μ σκαλιστ τέμπλο κα μ λα τ καθέκαστα. ποπάνω κρεμότανε να βουν δασωμένο κα στν κορφ εχε να βράχο πότομο, μ᾿ να σπήλαιο. Σ᾿ ατ τ σπήλαιο σκήτευε πρ λίγα χρόνια νας γέροντας ποστάθηκε στ νιάτα του πλαρχηγς στ Μακεδονία. Τώρα εχανε φωλιάσειρνια μέσα στ σπηλι κα τβλεπα πο περννε βόλτες γύρω στ ράχη.
 Νελος κα  συνοδεία του εχανε δυ τράτες κα δυ βάρκες. τανεφτ-χτ νοματέοι, πέντε μεγάλοι κα δυ-τρία καλογεροπαίδια. λοι τουςτανε λιοκαμένοι, μαροι σν ραπάδες.  πάτερ Νελος εχε πάνω του μισυχία κα μιν πλότητα πο σ κανε ν τν γαπήσεις κα ν τν σεβαστες. Λιγόλογος, μ λοένα τανε χαμογελαστ τ πρόσωπό του, μ κάτι χείλια χοντρσν το ράπη, μ μαρα κα πυκν γένεια, πο φυτρώνανε κάτω π τ μάτια του κα σκεπάζανε τ μάγουλά του. Μ τ σκούφια πο φοροσε τανε διος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, πως δ τανε λοι τους, φοροσε πάνω να σκορο πουκάμισο κα κάτω να βρακ νατολίτικο σαμε τ γόνατα.
Τς μέρες πο κάθησα κειπέρα Νελος κ᾿ νας δόκιμος δν πηγαίνανε μ τντράτα γι ν μο κρατήσουνε συντροφιάτανε κ᾿ νας γέρος, πάτερθανάσιος, πο φύλαε πάντα τ σπίτι. Σν γυρίζανε π τ ψάρεμα, βγάζανε τψάρια ξω κι φο διαλέγανε λίγα χοντρ γι ν φμε, κι λλα γι πάστωμα, τψιλ τ κάνανε ναν σωρ κα τ᾿ φήνανε ν σιτέψουν γι ν τ᾿ λατίσουνε.π τ χοντρ παστώνανε πολλος ροφούς, νχουνε τ χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα κα σαρδέλλα, παστώνανε πολλ βαρέλια κα τ στέλνανε στ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στ σωρ κα παστώνανε. λο τ σπίτι μύριζε μιτέτοια ψαρίλα, πο στν ρχ γυρίζανε νω κάτω τ στομάχια μου. Μ σιγσιγ συνήθισα κα δν καταλάβαινα τν ψαρίλα σχεδν λότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πς τσι θ μυρίζανε κι  Χριστς κ᾿ ο πόστολοι. Ονθρωποι κι ,τι πιανες, λα μυρίζανε ψαρίλα. κόμα κα μέσα στν κκλησινοιωθες ατ τ μυρουδιά.
Τς ρες πο λείπανε ο λλοι στ ψάρεμακουβεντιάζαμε μ τν πάτερ Νελογι θρησκευτικ κα γι τ στορικ το σπιτιο τουτί φουρτονες περάσανετίθεριόψαρα συναντήσανετί καΐκια βουλιάξανε π τότες πο κάθησε σ᾿ ατ τμέρος κι λλ λογι-λογινλλη φορ πάλι, κε πο καλαφάτιζε μι βάρκα τραβηγμένη ξω, ψελνε μ τ γλυκει φωνή του, κ᾿ κανε τν δεξι ψάλτη κι γτν ριστερόν. Λέγαμε τς Καταβασίες τς Μεταμορφώσεως (γιατ τανε κενες ο μέρες το Αγούστου) «Χορο σραλ νίκμοις ποσί, πόντον ρυθρν κα γρν βυθν διελάσαντες», τ Πασαπνοάρια μ τ δοξαστικ «Παρέλαβεν  Χριστς τν Πέτρον κα άκωβον κα ωάννην», κ᾿ στερα λέγαμε ργς κα μετ μέλους τ κοινωνικ «ν τ φωτ τς δόξης το προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα ες τν αἰῶνα». Στ τέλος μως ψέλναμε πάντα τ «Ελογητς ε, Χριστ  Θεςμν,  πανσόφους τος λιες ναδείξας, καταπέμψας ατος τ Πνεμα τγιον, κα δι᾿ ατν τν οκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δν μπορ ν παραστήσω τ πόσο συγκινημένη τανε  καρδιά μου σν κουγα νψέλνει  ψαρς  πάτερ Νελος, ξυπόλητος, μ τ κατραμωμένο βρακί, μ τφύκια κολλημένα πάνω στ γυμν ποδάρια του, ν ψέλνει μ κείνη τν ρχαία μελωδία κα ν λέγει στίχους αμβικούς, κα παραπέρα ν᾿ φρίζουνε τπαμπάλαια λληνικ κύματα κι  γέρας ν βουΐζει πανηγυρικ πάνω στθεόχτιστα βράχια κα στ δέντρα!
Μ  πι βαθει κι  πι παράξενη συγκίνηση μ᾿ πίανε τν Κυριακ κα τςλλες γιορτινς μέρες πο λειτουργοσε  πάτερ Νελος  ψαρς κα γινότανεερες το Θεο το ψίστουατς πο τν βλεπα τς λλες μέρες ν᾿ λατίζειψάριαν καλαφατίζει βάρκεςν ματίζει σκοινιάν γραντολογ καραβόπανα,ν βολεύει γκουρεςν μπαλώνει δίχτυαμαζ μ τ συνοδεία τουΚα στλειτουργία γινότανε σν πατριάρχης, μ τ πανωκαλύμμαυχο, μ τ χρυσφελάνι, μ τ πιμάνικα, μ τ πιγονάτιο, κα δεότανε μυστικς μπροστ στνγία Τράπεζα «πρ τν το λαο γνοημάτων», «ς ν δεδομένος τν τςερατείας χάριν». ! Τί ξαίσια κα φρικτ μυστήρια χει  ταπειν ρθοδοξία μας! Μ  καρδιά μου δάκρυζε ληθιν π για χαρ κι π κατάνυξη, σν στρώνανε γι ν φμε κ᾿ ελογοσε τν τράπεζα  πάτερ Νελος μ τθαλασσοψημένα δάχτυλά του, ν γύρω στεκόντανε μ σταυρωμένα χέριακενοι ο πλο ψαρδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι π τν κόσμο μέσα σ κείνη τν καταβόθρα. Κ᾿ λεγε μ τν ταπειν φωνή του  πάτερ Νελος: «Χριστ  Θεός, ελόγησον τν βρσιν κα τν πόσιν τν δούλων σου, τιγιος ε πάντοτε, νν κα ε κα ες τος αἰῶνας τν αώνων», ν μςπόσκιαζε  πλώρη το τρεχαντηριο κ᾿  ρμύρα ρχότανε π τ βουερ τπέλαγο.
Φώτης Κόντογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου